Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Συναρτησίες

Είναι απόψε που έχουμε αναμετρηθεί με την κατεστημένη θλίψη των ονείρων. Συμπιεσμένοι στην τάση να συγχέουμε τα πράγματα, να εμμένουμε στις κλειστές πόρτες και τα θωρακισμένα παράθυρα των εμμονών μας. Ό,τι έχει περάσει μας έκοψε κομμάτια από λάσπη, που απετέθησαν σε κάποιες πέτρινες κρύπτες με πολλά μάτια γύρω ζωγραφισμένα. Σε υπερσυμμετρικά χωριά που φιλοξένησαν κάποτε τα βήματά μας, στη σκοτεινή ύλη μιας άλλης ζωής κάποια εκατομμύρια μίλια μακρια! Εδώ ξέρουμε πως, οι θέσεις του ήλιου και του φεγγαριού δε θα' ναι παντοτινές. Κάποια στιγμή θα χαθούν για να επέλθει η κάθαρση κι οι εφέστιες υπερχορδές μας θα πάλλονται σε κάποιαν άλλη επίταση του είναι. Και η θλίψη μας θα εντείνεται,καθώς η σάρκα θα μεταλλάσεται σε κάποια άλλη υπερφυσική οντότητα, πέρα απο τον ορίζοντα του τέλους! Μέσα στα όνειρα που ζούμε... μέσα στη ζωή που ονειρευόμαστε...
Απόψε τα ρούχα μας δεν έχουν ρουφήξει λαίμαργα τον ιδρώτα, μα στάζουν ατελεύτητα ψυχία απ' τα σπλάχνα μας, στο ταβάνι της εχέφρονης ιδιοτυπίας μας. Ξιπασμένες μαλάριες λέξεις της εσωστρεφούς μας γύμνιας, συνταράσσουν το λαβωμένο ύπνο της οξυδέρκειας, που μας φυλακίζει στα μονοπάτια του ανένδοτου αγώνα. Απέναντι σε μας, απέναντι στο λόγο, απέναντι στον πόλεμο που βασιλεύει. Ανεμίζοντας χτικιά για λάβαρα και φαντάσματα για λάφυρα του αγώνα, που ολοένα χάνεται δίχως ποτέ διεκδικηθεί! Μακριά- μακριά- μακριά- εναγόντων θεών έναντι, που προσεύχονται να τους είμαστε πιστοί... Είμαστε εδώ, αιματοπτύοντες σε κάποιες λάγνες πατρίδες απαλλοτρίωσης. Δίχως διαφυγή απ' τ' όνειρο, δίχως διαφυγή από το νου, δίχως διαφυγή από εμάς.
Είναι στη θράκα μιας φωτιάς που αφήσαμε να μας καίει, που δεν έσβηνε με τίποτα, που δε μας έχει εγκαταλείψει... Εκεί, συνοφρυόνουμε τις νεφέλες που συνηγορούν στον εξευτελισμό μας. Μαχόμενες να επισκιάσουν τον άλλο μας εαυτο, αυτόν που λυσσά να βγει, να μας ξεσκίσει, να μας αναθρέψει βορά στα άγρυπνα στόματα των εφιαλτών. Βοά η κατεστημένη θλίψη, στα υπέργεια των τάφων που θεμελιώθηκαν για μας. Σε ένα αδιάκοπο μαύρο πανηγύρι, δίχως γέλια, δίχως τραυλούς μουσικούς, δίχως ραγισμένες φωνές, δίχως αγορές υπαίθριες, χωρίς καντηλιέρια ή θεώσεις! Και τα χωριά, πάντα εκεί να ενέχουν τις κρύπτες μας, τα βλοσυρά μας χαμόγελα και τις στιγμές των λυγμών. Έχουμε ζήσει πολλά στους λασπωμένους δρόμους, στις λακκούβες κάτω από την άσφαλτο και στους απόπληκτους ανεμοστροβίλους, που μας εφελκύουν! Στα μέρη που κανένας δεν ψάχνει, μα που όλοι περνούν. Είναι απόψε που περιμένουμε το ξημέρωμα...

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Αναμονή

Διαμάντι που τρίζει στο άπειρο
ο λυγμός εαυτός σου
Έτσι να κείται φαίνεται
στο πιο θανατωμένο ανάκλιντρο
Στην άδεια υφή του αιώνα τη λειψομελή
λαγνεία σκόρπια κι αναφιλητό
το όχι που προκρίνει η μέρα
Κι η νύχτα
τσιγάρο άφιλτρο που αγκομαχάς
- λίγο μετά τα μεσάνυχτα -
στην αποβάθρα νο1
του σιδηροδρομικού σταθμού
Θεσσαλονίκης


Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Είναι...

Ποίηση είναι το κάτοπτρο της πραγματικότητας, αυτής που ορίζουνε τα μάτια σου. Είναι να σηκώνεσαι το πρωί και ν'αντικρύζεις τον ήλιο. Σαν πέσει η νύχτα, με τα ίδια μάτια , ν'αντικρύζεις το σκοτάδι της . Γιατί είναι και τα δυο μέσα σου, είναι κομμάτι του εαυτού σου. Ποίηση είναι να μη φοβάσαι να πεις αυτό που υπάρχει πιο πέρα από σένα, πιο πέρα από τον κόσμο, μέσα σου. Ποίηση είναι η ειλικρίνεια να κοιτάζεις το "μικρό" εαυτό σου στον καθρέφτη και να τον αγαπάς. Να τον σιχαίνεσαι, να τον λυπάσαι, να τον οικτίρεις, να τον χαίρεσαι, να του κλείνεις πονηρά το μάτι, να τον συγχαίρεις, να τον εξαφανίζεις... Είναι να τον δέχεσαι και να τον απορρίπτεις, να τον λιμαίνεσαι, να τον εξυψώνεις, να τον προδίδεις... Ποίηση είναι να λυγάς μπροστά του, να χαλυβδώνεσαι, να κλαίς και να γελάς! Να τον παρασέρνεις και να τον εγκαταλείπεις! Αυτό είναι... να τον ποθείς και να τον αποστρέφεσαι, δίχως όρια! Όταν περπατάς να χαίρεσαι τον καθαρό αέρα που αναπνέεις και να ανέχεσαι τις βρώμικες μυρωδιές της πόλης. Να μαζεύεις τα σκουπίδια από το δρόμο και να τα πετάς στους πράσινους κάδους. Να μαζευείς λουλούδια για να στολίσεις την αγκαλιά μιας γυναίκας. Να χαιδεύεις τα ζώα που στριφογυρίζουν στα πόδια σου. Να χαιδεύεις τους τοίχους των κτιρίων, τα τσιμέντα, τις πλάκες των πεζοδρομίων για ν'ακούσεις πώς χτυπάνε οι καρδιές τους. Να αντιλαμβάνεσαι ότι όλα υπάρχουν γιατί πρέπει να υπάρχουν... Όλα συνθέτουν τον αποσυντεθειμένο "ανθρώπινο" ιστό που σε περιβάλλει... Και τα έχεις ανάγκη! Χωρίς αυτά δεν είσαι... και η ποίηση δεν είναι... Δε ζει γιατι και 'συ δε ζεις! Όλα είναι μάταια...