Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Λαθρεπιβάτης

Λαθρεπιβάτης
Λαθρεπιβάτης
- το πρόσωπο της ομίχλης.
όταν στριφογυρίζει
η πόρτα μέσα στα μάτια μου
δεν μου χαρίζεται
τίποτε.
ανάσα ακριβοπληρωμένη
έχω πενθήσει τα σάβανα
χίλιες φορές.
η καταβύθιση
μονάχα
κι η τόσο υπέροχη φρίκη
κορμός στο κορμί
αγκαθιών
το κιτρινισμένο
συμβούλευμα.
σιωπή - και σπαρταρούν
τα σάβανα
όπως με τυλίγουν.
δεν βρίσκεται
άλλος χαμός να με λυτρώσει.
δεν υπάρχει χαρά
δεν υπάρχει πόνος άλλος.
λαθρεπιβάτης
- η σκήτη της φρίκης.
γαλήνη
κι άλλα ψέμματα
σαν την αγάπη
δεν φεγγοβολούν πια:
στερεύουνε πήχεις.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Των εκπτώτων

Έκπτωτοι: ή το βάρος του κενού και πώς να συγκινήθει μια αρρώστια! το γύρω τοπίο εμφανίζει μια καθίζηση λες και έβρεχε παρακμή για αιώνες. το βάρος ελκύει την αρρώστεια και το οξύμωρο σχήμα μιας καρδιάς που πάλλεται δίχως αίμα, υπενθυμίζει παροξυμένα το γεγονός της απομάκρυνσης. αυτής της απομάκρυνσης από το περίγραμμα και τον εσώτερο πυρήνα της ζωής. της ζωής που έχει χτιστεί με μπετόν, πατημένες ψυχές, μοναχικούς κήρυκες και εξακοντισμένους ανέραστους διαβάτες. όλα αυτά καταλήγουν σε αστέγους που κυκλοφορούν στους δρόμους του κόσμου δίχως εστία. τούτη είναι η αλήθεια των εκπτώτων. με χέρια, μάτια και κορμιά πεπτωκότα.

η παρακμή μας κάτω από το βλέμμα του ήλιου και τον μανδύα του φεγγαριού, δεν βρίσκει οδηγό μήτε χαλινάρι. δεν υπάρχει μια ακμή που να στρίβει έστω το μαχαίρι σε μιαν άλλη οπτική. για όσους θέλουν να δουν καθαρά τα πράγματα. και δεν υπονοείται πως τα πάντα είναι μελανά. αλλά όμως, αυτό που δεν δύναται να παραγραφεί ούτε να παραπλανήσει - η παρόρμηση του ευκταίου - είναι πως ο,τιδήποτε ανθίσταται και έχει κάποιο αυθεντικό νόημα δεν του επιτρέπεται να ανατριχιάσει την πρακτική των ανθρώπων, δεν αναπτύσσεται, δεν εξωτερικεύεται απέναντι στον άλλο, δεν μπορεί να υφίσταται εν τοις πράγμασι. και το μαχαίρι αναγκαστικά στρίβει και συστρέφεται εντός.

πώς αλήθεια να μεγαλώσει μέσα στον άνθρωπο το ευγενές, το γάργαρο, το ζωντανό; αφου όσα ορίζουν καταστάσεις φαίνονται να έχουν συμμαχήσει με την αναίδεια, την απέχθεια, την αναισχυντία. νομίζεις πως ο κόσμος έχει γλυστρήσει κι έχει πέσει κατάχαμα. ότι κυλιέται σε βούρκους και σε βόρβορους - το χειρότερο: δίχως επιστροφή. για πόσα χρόνια μπορεί, άραγε κάποιος, να διαφεντεύει τις σκιές; να εξευμενίζει τα θηρία; να συναγελάζεται με τους δαίμονες; να χαλιναγωγεί τα πάθη του; να προσπαθεί να επινοήσει μιαν ισορροπία; πόσο εύκολο να συνθηκολογήσει με το αιμάτωμα που απορροφά μέσα του τη ζωή; η έλλειψη καθαρότητας εντείνει την εξάπλωση του κενού και προοδευτικά το βάρος αυξάνεται, διογκώνεται, αυγαταίνει. ποιο χέρι τώρα μένει να τον κρατήσει; και πληθαίνουν οι έκπτωτοι, στο περιθώριο, συγκρουόμενοι αντιδραστικά με κάθε σηψιμαίο καθεστώς. κρυμμένοι ολοένα κάτω απο τα συντρίμματά τους, μέσα στον ορυμαγδό του βομβαρδισμού κάιε απόληξης των εγκάτων τους.

ενδοσκόπηση τρόπον τινά: πάρτο αυγό και κούρευτο. να ετεροκαθορίζεται από τα ερωτήματα και τα απαντήματα - πλείστες όσες φορές κακά - από τα βλέμματα ή τους τρανταγμούς των άλλων. από τις πράξεις που συνθλίβουν κάθε κίνηση που ξεμακραίνει της ύλης, κάθε φορά που σκύβει την ύπαρξή του για να μην λερώσει τον ισχνό μανδύα που' χει απομείνει να θυμίζει το είδος του. τελικά ναι, είμαστε μόνοι σε τούτο το ταξίδι. μα θα μπορούσαμε να παρακάμψουμε αυτή την αλήθεια, προσποιούμενοι πως δεν είναι έτσι, πως συνυπάρχουμε έστω και εν αυταπάτη, που όμως θα βόλευε για να ξεγελάσουμε το χάος αυτό που μας περιβάλλει ούτως ή άλλως. και το τραγικό για τον έκπτωτο είναι πως η διαπίστωση αυτή βαραίνει ακόμα πιο πολύ τη μοναξιά του. η έλλειψη αυτή της αυταπάτης της συντροφικότητας, οξύνει την αλήθεια της μοναξιάς, που πια καθίσταται ανυπόφορη.

ενόσω φυσικά η βροχή δεν παύει, όχι πλεόν μόνο εκτός ημών, μεταξύ σφύρας και άκμονος, για να σχηματιστεί πλέον ένας άνθρωπος που έστω θα αντέχει, θα υπομένει, θα επιβιώνει. αυτό το στοίχημα καταλήγει σε μέγγενη, μιας και έτσι απόλλυται το νόημα, η καταγωγή και ο προορισμός της ύπαρξης. και τόσα κορμιά τριγύρω να συμφύρονται σε μιαν αδιάκοπη κι αλόγιστη καραιπάλη πτώσης.
εις υγιείαν...

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Τροχαλία μιας φθίσης

Τροχαλία μιας φθίσης
Ήθελε να κραδαίνει φως μες στο σκοτάδι
- να τρυγάει από τον θάνατο και να μοιράζει
τροφή σε κάθε πλάσμα που 'χε ανάσα.
κι έφθινε γι' αυτό ο εαυτός του.
έφθινε σε μια φθίση φθηνή
που κόστιζε τόσο ακριβά.
- οι μέρες πάντα ξημερώνουν
όταν θέλεις να κρυφτείς. πάντα
σου θυμίζουν πως η λάσπη είναι το σπίτι σου,
ο βρώμικος δρόμος, οι στάχτες,
οι άδειες τσέπες και πιο πολύ η άδεια σου ζωή -
πόσα να πληρώσει για να τρέφονται οι άλλοι;
ποιο μαγικό χέρι να του στερεί την υπόνοια έστω της ζωής;
ποια κορμιά να τον σπρώχνουν στην έρημο;
ποιος εαυτός να φθίνει τον εαυτό του;
ποια κατάρα να τον ωθεί εκτός του χρόνου;
άραγε η ελπίδα συνεχίζει να ζει ανάμεσά
στους ανθρώπους ή ακολούθησε κι εκείνη
τα βήματα των αρχαίων θεών;
η φθηνή φθορά που τρυπάει τα κόκκαλα
είναι εδώ και κραυγάζει.
η αλήθεια το πιο διαρκές της θύμα.
ατροπίνη για να βρει τον τρόπο;
έναν κάποιον τρόπο; να δει; να καταλάβει;

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Τι κρίμα να μην χωράς πουθενά
τι κρίμα να μην αντέχεις το σπασμένο κορμί σου
τι κρίμα να μην αισθάνεσαι τον ήλιο
να μην ανέχεσαι τα λόγια
και την μάσκα των πραγμάτων.
τι κρίμα να μην χωράς πουθενά
ούτε καν στη ζεστάσια
της σκισμένης σου τσέπης.

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Πιθανοκρατικόν

Μια μαδημένη λάσπη κρατώ στα χέρια
μια κούφια καρδιά που δεν μπορεί
ν' αγαπήσει/ έχει στερέψει γιατί.
έχω ακούσει εκατομμύρια τραγούδια
υπάρξεων κρεμασμένων στα σύννεφα
και μόνο σκισμένες εικόνες αντικρύζω
ξεράθηκα/ δεν έχω άλλα σπλάχνα γιατί.
μην ψάχνετε στα μνήματα - δεν θα με βρείτε θαμμένο
μόνο σε τόννους χαρτιών ανάμεσα
και στων μπουκαλιών την μαύρη υγρασία
ξεψυχώ/ δεν ξεδιψάω γιατί.
μια κούκλα που μαδάει τριαντάφυλλα
όλο αυτήν κοιτάζω δίχως να μιλώ
σαν να ρυτιδιάζει ο κόσμος γύρω
σε μιαν εξόρμηση θανάτου
μην με ακούτε/ δεν υπάρχω γιατί.
ίσως μετά τις καταιγίδες - τις μικρότητες της δόξας
τα υπάνθρωπα που σπέρνουν φαντάσματα
ίσως κάτι άλλο να δώσει νόημα
πέρα απ' το μίσος/ μόνον έτσι μπορεί γιατί.
δεν ξεχωρίζω πια τίποτε.
τα πάντα έχουν θολώσει στα μάτια.
οι καινούριες ορδές ας μας φέρουν
γαλήνη ας μας φέρουν
μια πιθαμή ας μας φέρουν
κάτι ας μας φέρουν
ας φέρουν
ας.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Ερωτικόν

Χαίρομαι που δεν έχεις τίποτε να κρύψεις.
εγώ έχω να κρύψω έναν κόσμο ολόκληρο
έχω να κρύψω εμένα/
το αδιάκοπο σκοτάδι/
τον ιδρώτα που ελλοχεύει στον φόβο.
θα τον ρουφήξω όλον τον φόβο
και όλα του τα αδέρφια-
για σένα.
θα γκρεμιστώ στην καμπύλη του ερέβους/
στον υπέργειο σαρκασμό του θανάτου/
στην οιμωγή του έρωτα
που ζει για να πεθάνει-
όπως όλοι οι άνθρωποι.
τα πάντα για σένα.
θα πιώ όλα τα δηλητήρια/
θα ημερέψω τα βουβά κύματα
να κουμαντάρω τις κραυγές τους.
στο πηγούνι μου
θα κρεμάσω τη φωτογραφία σου
και θα λάμπω σαν τρελλός.
για σένα.
θα με κρύβω συνέχεια
για να μην τρομάζεις/
θα με κρύβω μέσα στις λακκούβες
των δρόμων/
στους φωταγωγούς/
στις πολύχρωμες προθήκες/
στα προφυλακτικά
του πλαστικού σου έρωτα
που με πνίγει/
έχω υπάρξει άσαρκος-άψυχος-άπληστος.
μα για σένα
ήρθα εδώ, να καταργήσω τον κόσμο/
εμένα/
να πνιγώ στην τόση οξείδωση
της ύλης.
πόσα πια να κρύψω;
τα χρόνια με έχουν τρυπήσει στο βλέμμα/
το συκώτι μου πονάει/
αίμα στην καρδιά δεν έχει μείνει/
κι η φλέβα
δεν τραγουδά πια
μα ψιθυρίζει.
αν εξαφανιστώ...
υπάρχει μια ελπίδα
να μ'αγαπήσεις (;)

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

επανάσταση. πορνό.

Πέσε
σπάσε
γαμήσου!
πιο πέρα απ' τον θόρυβο
της ερπύστριας.
όχι-
οι πόλεμοι δεν τελειώνουν ποτέ!
κι όταν κάθομαι
να στραγγαλίζομαι
απ'τα τσιπάκια
σου
με προεκτείνεις
στο ψηφιακό σου νεκροταφείο.
δεν υπάρχουν εραστές
παρά σε βίντεο.
να θυμάσαι-
σε βίντεο πορνό
δεν υπάρχουν επαναστάσεις
παρά σε βίντεο.
να θυμάσαι-
σε βίντεο ενημερωτικού πορνό.
μην με συγχέεις
με τις εγωπαθείς σου προβολές.
ΑΗΔΙΑΖΩ!
δεν με νοιάζει η καμπύλη
στην οποία καυλώνει ο χρόνος σου-
και σκέψου
κι άλλα συνθήματα παρακμής
δ ε ν μ ε π ε ί θ ε ί ς/
έχω πάψει να πιστεύω πια
τις λαμπερές σου μαρκίζες.
στις προθήκες του έλκους
βλέπω πια μόνο κρέας
που γυαλίζει
σαπίλα
και μυρίζει το τόσο οξύ σου
Δ Η Λ Η Τ Η Ρ Ι Ο!
/Εμ Ες Εν
Φαίησμπουκ
Μάησπέης
Χάη Φάιβ
Μαντάμ φιγκαρό
Μαρή Κλαίρ
Αιπόντ και
Γκλίτερ/
η σπορά του κηπουρού
που διαφεντεύει
τις τρύπες σου.
αυτή της ψυχής σου όμως
πάντα θα μένει κενή.
Ξεκινάς και τελειώνεις
στις οθόνες!
το ταμπελάκι με την τιμή σου
το κρύβεις καλά.
χα-χα-χα!
δεν ξέρεις όμως
πόσο καλά λαμπαδιάζουν
οι αποδείξεις σου
στο τζάκι μου.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

χλεύη.κρεμιέμαι.όνειρος.

γέφυρα
.
νομίζεις με ξέρεις
-
χλεύασε ξανά
το χρώμα μου
.
το χνώτο μου
που σπάει
.
χλεύασε
την ομίχλη
μου
.
όσα
δεν
φαίνονται
/
εξαρτάται
.
χαμόγελο
.
υπάρχει
κάπου βαθειά
-
δίπλα δίπλα
στον
Ήλιο
/
στην
κραυγή
του ξεπεσμού
.
στα μάτια
στα μαύρα χείλη
στην βάρβαρη
αχλή
της εικόνας της
.
τομή
.
ψέμμα
.
αίμα ανάκατο
.
πιο πολύ
σκέψου
αν έστω φτάνεις
όσα έχω
αντέξει
.
πτώμα
.
η ηδονή
της
.
που πασχίζω
.
τόλμησε
.
αν μπορείς
να μπορέσεις
.
ίμερος
κάπου
που
τυλίγεται
στον εαυτό του
ο αφρός
-
οι σταγόνες
εκτείνονται
.
κάτω
.
γέφυρα
.
εγώ
τόσο
επιπόλαια
προβλέψιμος.
/
λέξιμος
/
χλεύασε
.
παραμένω
.
στον
όνειρο
.
επιτακτικά
.
αναπνέων
.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Πληγή

Μια μαύρη πληγή είχε κρατήσει
μια μαύρη κάρτα απ' τον άσπρο βορρά
και σ' όλα εκείνα που είχε πενθήσει
φύτεψε πάνω τους μαύρα πουλιά

Ο αέρας κενός είχε μείνει
να ψιθυρίζει κρότους στ' αυτιά
και να του καίει με παγο το στόμα
που' χε γεράσει δίχως φιλιά

Είχ' έρθει η ώρα ν' ανάψει το δίχτυ
όσα φοβόταν να πέσουν ψηλά
σαν διάτρητο να φέξουν λυχνάρι
για να φωτίσουν απώλεια ξανά

Και πήρε πάνω του όλο το χιόνι
κι έγινε στάχτη στης θλίψης το πιάνο
άφησε πίσω την άβυσσο μόνη
χαρίστηκε απλόχερα στην αποφορά

Το μαύρο κειμήλιο είχε ραγίσει
ο μαύρος τύμβος τον νότο κοιτά
και όσα άδολα είχε χαρίσει
γίναν λουλούδια σε μιαν άσπρη γωνιά.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

καπέλλο-παλτό-αδιαφορώ για τα αυτιά στον τοίχο

όπως γλυστρούσαν τα νερά κάτω στο συρφετό της πολιτείας
-απέμενα κόμπος ανάμεσα στην άσφαλτο και τον ρυπασμένο αέρα
να στάζω υδρόχρωμα και σάπια μυρωδιά, να γλείφω το παγκάρι των ευχών
και να εξοπλίζω την αγωνία μου αυνανίζοντας τον πόθο μου
για τα αιδοία, για τις συγκρούσεις μέσα στους κόλπους του πιο μεγάλου κόλπου της ζωής-
και δεν φταίω. ευτυχώς οι άνθρωποι ακόμα δεν πετάνε: αλλοιώς σίγουρα θα με είχε πατήσει
κάποιο από τα υπέργεια αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται στην βρώμικη πολιτεία.
δεν έχω νου. έχω υπάρξει πάντοτε παράφρων - φλυαρώντας, περιμένοντας τη σιωπή
και παραμένοντας σιωπηλός ωσότου να με φτάσει επιτέλους η λογόρροια -
θέλοντας και μη παράφρων. δίχως το αιδοίο που ήθελα για να χωθώ μέσα του,
δίχως χρήμα πλαστικό να πιω το αγαπημένο μου ουίσκυ, χωρίς να μπορώ
να αποκτήσω τα μέσα για να κυνηγήσω τους μεγάλους σκοπούς, χωρίς διάθεση πια
να κοιτάξω τριγύρω. σιχάθηκα την βρωμιά εδω πέρα: τα άλουστα συναισθήματα και τις ψεύτικες βλεφαρίδες της γοητείας. σιχάθηκα τον άνθρωπο. σιχαίνομαι εμένα.
ένας φιλόσοφος είχε πει για την κόλαση - ξέρετε, το κλάμπ που κάνουν αδιάκοπα πάρτυ, όργια, μεθούν και αυτοθαυμάζουν τα γεννητικά τους όργανα -, πως είναι οι άλλοι.
κάποιος σεναριογράφος παρήλλαξε την φράση ως εξής: η κόλαση δεν είναι οι άλλοι αλλά η έλλειψή τους. κοντοστέκομαι, ξεζουμίζω τον κόμπο μπας και τρέξει κάτι ακόμα/ ανοιγοκλείνω τα χείλη για να κυματίσει η σιωπή μου/ τελικά σιχαμένοι μου συνάνθρωποι:
οι άλλοι είναι η περίσσεια της κολάσεως...

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Κρατώ ένα μαύρο μαντήλι-
το είχα στο τραίνο να ρουφάει
τα δάκρυά σου
αυτά που έβλεπα να κυλούν
στην πρώτη παραίτηση των ματιών -
είχα το βλέμμα σου στην έγνοια μου
την μυρωδιά που περίμενα να σμίξω
το άγγιγμά σου πάνω μου
τα μάτια που κάποια στιγμη
θα με σκάλιζαν σαν πέτρα
νομίζω έχασα την ώρα
έχασα το δρόμο προς τα σένα
και μέχρι ν' ακούσω
την τριβή στις ράγες
δεν καταλάβαινα
το πόσο μόνος είμαι
βλέπω το μαντήλι πια
να έχει πάρει τη μορφή σου
τα χιλιόμετρα - το βλέπω
έχουν καμπυλωθεί
σε κάτι λιγότερο από χιλιοστό
δευτερολέπτου.
τι γεύση καυτερή
έχουν αυτά τα
μαύρα κολλώδη σου χείλη.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Σαν δευτερόλεπτο

Με σπάς - με ρημάζεις - με γκρεμίζεις
και ξεχειλίζω σαν αμνιακό υγρό
φιλάω τον αφαλό σου
εκρήγνυμαι και πετάγομαι
απ' τις εμπύρετές σου ρώγες.
με σκοτώνεις - με κλέβεις - με συνθλίβεις
μου συστήνεις τον έρωτα
με γεύση πόνου και άρωμα σήψης
μέχρις εκεί που δεν πάει
στ' ανάκατα υγρά των οργασμών σου
στης θλίψης το επιτακτικό σου φλερτ.
με λύνεις - με γλείφεις - με υποτάσσεις
και φεύγεις απλά - σαν δευτερόλεπτο
που μόνο ψέμματα λέει.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Τσαρλς Σίμιτς (Μετάφραση)

Charles Simic

Eyes Fastened With Pins
How much death works,
No one knows what a long
Day he puts in. The little
Wife always alone
Ironing death's laundry.
The beautiful daughters
Setting death's supper table.
The neighbors playing
Pinochle in the backyard
Or just sitting on the steps
Drinking beer. Death,
Meanwhile, in a strange
Part of town looking for
Someone with a bad cough,
But the address somehow wrong,
Even death can't figure it out
Among all the locked doors...
And the rain beginning to fall.
Long windy night ahead.
Death with not even a newspaper
To cover his head, not even
A dime to call the one pining away,
Undressing slowly, sleepily,
And stretching naked
On death's side of the bed.

Μάτια Σφραγισμένα Με Καρφίτσες

Πόσο πολύ εργάζεται ο θάνατος,
Πόσο μακρά μέρα ξοδεύει
Κανείς δεν ξέρει.Η μικρή
Σύζυγος πάντοτε μονάχη
Να σιδερώνει του θανάτου την μπουγάδα.
Οι όμορφες κόρες
Να στρώνουν του θανάτου το δείπνο.
Οι γείτονες να παίζουν
Πινάκλ στην πίσω αυλή
Ή απλά να κάθονται στα σκαλοπάτια
Πίνοντας μπύρα. Ο θάνατος,
Στο μεταξύ, σε μια περίεργη
Γωνιά της πόλης ψάχνοντας
Για κάποιον με άσχημο βήχα,
Μα η διεύθυνσή του με κάποιον τρόπο λανθασμένη,
Που ούτε ο θάνατος δεν βγάζει άκρη
Ανάμεσα από τις κλειδωμένες πόρτες...
Κι η βροχή ν' αρχίζει να πέφτει.
Νύχτα μακρά ανεμώδης μπροστά.
Ο θάνατος δίχως μιαν εφημερίδα
Το κεφάλι του να καλύψει, ούτε
Μια δεκάρα να καλέσει αυτόν που μαραζώνει,
Που ξεντύνεται αργά, υπνωτισμένα,
Και  τεντώνεται γυμνός
Στο κρεββάτι, απ' του θανάτου τη μεριά.
Τσαρλς Σίμιτς: Αμερικανόφωνος ποιητής, γεννημένος το 1938 στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας. Σε ηλικία 15 ετών μετανάστευσε στις Η.ΠΑ. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσα'ι'ρ, του οποίου είναι πλέον επίτιμος καθηγητής.

Έχω κάτι στα χέρια, μα δεν ξέρω τι...
όλο κάτι κρατώ μα ξεγλυστράει. κάτι τόσο ανοίκεια γνωστό που με ανατριχιάζει.
όπως η διαδοχή των ημερών και των νυχτών
- που τις αισθάνομαι να περνούν από πάνω μου
αλλά δεν μπορώ να τις αγγίξω. όχι με τα χέρια που βλέπω στο κορμί μου
ή τα χέρια που ψαύουν κάθετι το αέρινο, το άυλο -
τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να ασπρίζουν
και η σάρκα μου πιο αδύναμη πλέον, δεν αντέχει τα τραντάγματα του κόσμου.
βλέπω με άλλα μάτια, ο,τιδήποτε παλιά έδειχνε να' χει νόημα.
υπάρχει νόημα; υπάρχει αλήθεια σ'αυτή την ανακύκλιση των πάντων;
υπάρχει λόγος γι'αυτήν ακόμα την ανακύκλιση της θλίψης;
τα δάκρυα γιατί δεν ανακουφίζουν το ίδιο; τα βλέμματα γιατι άλλο πια δεν
συνταράσσουν την ψυχή; οι μέρες και οι νύχτες δεν γεννούνε άλλο προσδοκίες...
αυτή η προσμονή για τη ζωή έχει μετατραπεί σε ρουτίνα
σε έναν γίγαντα φοβερό που το κορμί του είναι ολάκερο μια μαύρη τρύπα.
είμαι ξένος μέσα σε μιαν έρημο, όπου γνωρίζω όλους τους δρόμους
όλα τα μονοπάτια, κάθε όαση, κάθε αμμόλοφο, κάθε νεκροταφείο της.
κι όλο γλυστράω κι εγώ μέσα στην έρημο, όπως η άμμος με την πρώτη ανάσα του ανέμου
/ίσως απλά να ανατριχιάζω τον κόσμο με τον νου μου
ίσως να είμαι μόσχευμα ασύμβατο με τούτο το κορμί
ίσως... δεν ξέρω πια τι άλλο/
δεν βρίσκεται και κάποιος άλλος για ν' ακούσει τούτα τα λόγια.
ποιος άλλωστε θα έδινε βάση σε ασυναρτησίες, εν τω μέσω της ερήμου;
κι όλο αισθάνομαι να με ρουφάει ο κόσμος, αυτή η αμετανόητη κι ακούραστη μαύρη τρύπα.
ακόμα έχω κάτι στα χέρια, μα δεν ξέρω πού βγάζει...

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Ξέρεις

ξέρεις
πως τα πάντα είναι νεκρά
όταν σε κοιτάζω στα μάτια
όταν ακούω τους ψιθύρους σου
να κραυγάζουν
και ακονίζω την πίστη μου
στο βλέμμα σου
ξέρεις
πως τα πάντα είναι νεκρά
οι ίδιες λέξεις που μεταχειρίζεσαι
τα ίδια αγγίγματα που γδέρνουν τη σάρκα
ακόμα κι όταν με αποφεύγεις
όταν χάνεις τον έλεγχο των πραγμάτων
τα πάντα είνα νεκρά
ξέρω
πως εχω σταματήσει πια να πιστεύω
όλα έχουν πάρει το δρόμο
χωρίς επιστροφή
και γι'αυτό όταν επιστρέφω
έστω για λίγο
διαλύομαι μέσα σε τοξικά υγρά
που καίνε όλα όσα είμαι
αποδίδω στη μοίρα μου
τη φενάκη σου
τα μάτια που δεν ξεπερνώ
το κορμί που στοιχειώνει τις νύχτες μου
τη λάβα που κοχλάζει εντός
το παραμύθι που ποτέ
δεν τελειώνει ευχάριστα
το ψέμμα της αγάπης
που μουλιάζει το συκώτι
και σακατεύει τα όνειρά μου
απόψε ξέρεις
πως τα πάντα είναι νεκρά
απόψε ξέρω
ότι για πάντα έχεις φύγει

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Επιστροφή

επιστρέφω στη ίσια γραμμή
εκεί όπου κοχλάζουν τα σπασμένα βλέφαρα
του φεγγαριού
για το αποτύπωμα μιας μπλε φωτογραφίας
στο πρόσωπο όσων έχουν χαθεί.
έχεις ένα σπασμένο κρεββάτι
μόνο για μένα
με λέξεις τσαλακωμένες
πιο πολύ κι απ'το στρεβλωμένο σου σεντόνι
- με τις άκρες των ματιών να λαμπυρίζουν
σαν κάτι που αιωρείται ως θάλασσα
τόσο που με πνίγει
στον ασύδοτο κυνισμό του τέλους -
οι μάσκες ξέρεις δεν κάνουν πάντοτε καλό
/κάποτε οι ρωγμές των βλεμμάτων
αναθαρρίζουν τα πτώματα
που επιπλέουν στον ορίζοντα της λάσπης/
και προσπαθώ να επιπλεύσω σε μιαν επίπληξη
μ' ένα ποτό ξεχειλωμένης σκόνης.
είναι δύσκολο να μεθάς με σκόνη:
σπάνε και τα δικά σου βλέφαρα
σπάνε και τα δικά μου βλέφαρα
εξακολουθητικά - σε κάθε δευτερόλεπτο
συνάφειας που μας διαχωρίζει.
με πνίγει το σεντόνι σου
- όπως ο ήλιος σκοτώνει τον λήθαργο -
και συνεχίζω να θέλω
τη στάχτη να πέφτει μέσα στη σκόνη
να γίνω πηλός
και να με πλάσεις σε κάτι
πιο διαρκές από τον χρόνο
που θα χασμουριέται εντός
και θα νοτίζει_ θα νοτίζει_ θα νοτίζει.
μα επιστρέφω στην ίδια γραμμή - την ίσια
εκεί όπου κοχλάζουν τα σπασμένα βλέφαρα
σε απόσταση x
από τα μπαλωμένα γόνατά μου.

άτιτλο

Έχουμε εγκαταλείψει το κτήριο.
μια ακόμα δυσωδία έχει λάβει τέλος.
χωρίς κουπιά, κουμπιά και αποκούμπια
έχουμε εξουθενωθεί.
μωβ νερό μας κατατρέχει.
οι κύβοι συγκλίνουν επιτακτικά
γύρω απο τους λαιμούς μας
- μέγγενη διασυμπαντική,
θανατηφόρα ερωτική γραβάτα,
πόρνη που δεν δέχεται
να πηδηχτεί με μας -
τέλος. η σειρά μας έχει περάσει
και ούτε που ακούμπησε
τα βεβαρυμένα μας άκρα.
τώρα πια είναι εγγύτερα
η άνοδος στην πτώση.

άτιτλο

με σκοτώνεις ξανά και ξανά
σε όλα τα παράλληλα σύμπαντα
- και κόβονται οι φλέβες μου σαν στάχτη
και με τεμαχίζουν τα φιλιά
καίγομαι σαν όζον και κοιμάμαι
σαν υπόγεια σύναξη συνωμοτών -
περιπλέκομαι στα χέρια σου
σαν μαύρο κλαδί
/δεν μπορείς να ξεφύγεις από τα αγκάθια
και με σπας σε κραυγές δίχως χρόνο/

έμαθα πως πάλι
με γυρεύουν τα ξημερώματα
με ένα άδειο κορμί
κι ένα γεμάτο μυαλό με ενοχές
συνορεύοντας
ο θάνατός μου

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

-

Παρακολουθώντας σε να φωνάζεις, μέσα στη μοίρα
βλέποντας τους κισσούς να αγκαλιάζουν τα βρεγμένα με θλίψη
άκρα σου και - παρασέρνοντας τα κύματα σε κάτι άλλο
από εκτόνωση της θάλασσας - κουλουριάστηκα
σαν φίδι στη σκηνή της απώλειάς σου
/μη τυχόν και με δεις, μη τυχόν και μ' ακούσεις, μη τυχόν
και σου περάσει από το νού να με κόψεις στα δύο.../
ήπια μπόλικο θάνατο από την ήττα μου
-κέρασμα της χτεσινής σου αγάπης, και πόνεσα
όσο πονάει ο ήλιος που δύει-
είδα το σχήμα σου να κάνει έρωτα με τον άνεμο
και να ποτίζει με σπέρμα όλα τα χνώτα της τύρφης
/... και στέναξα σαν πλοίο που μεθάει στη θάλασσα/
νόμιζα, βλέπεις, πως κάποια στιγμή μ'αγαπούσες
ένοιωθα πως ό,τι υπάρχει γύρω
είχε κάποτε μιαν άνοιξη από αλήθεια
ο ιστός που με τύλιξε μετά από καιρό με έμαθε καλά:
όσο πιο πολλά χρόνια τυλίγομαι το ίδιο μου το κορμί
τόσο πιο πολλά και δηλητηριώδη όνειρα θα βλέπω!

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Κι αν έχουμε μόνο τον Έρωτα να θεμελιώνει τη ζωή μας - τον χαμένο Έρωτα να απαρτίζει με τις μνήμες του, αυτό που αποκαλούμε ύπαρξη. αν είμαστε μόνο συμπιλήματα θραυσμάτων, σταχτών και κομματιών σκισμένου Έρωτα! αν τη ζωή μας καθορίζουν δυο μάτια, το τεντωμένο δέρμα, το άγγιγμα των δαχτύλων, τα πόδια που στροβιλίζονται μες το μυαλό, η λάμψη των μαλλιών, ένα χαμόγελο, ένα νεύμα αμυδρό, η εικόνα από τα στήθη και τα χείλη που κόκκινα γεύονται το κρασί της σάρκας / αν όλα αυτά αναρριχώνται και μας γεμίζουν ολάκερους / αν τα πάντα υπάρχουν όταν μέσα μας καιγόμαστε από Έρωτα / αν δίχως τον Έρωτα δεν υπάρχει μνήμη / αν δίχως σάρκα άλλη πλεγμένη μαζί με τη δική μας, στο πιο ιερό ρούχο που μπορεί να υφανθεί...αν... ποιος θα μπορούσε και τι να αναπληρώσει, το ανυπέρβλητο κενό που ξεχειλίζει από την απουσία Του; σταματάμε να υπάρχουμε όταν για μας έχει πεθάνει... το τέλος Του είναι το τέλος μας! Οι πληγές στο κορμί μας από τις μάχες Του, απόδειξη ότι ζουμε - κι όταν Εκείνος δεν θα υπάρχει, θα κειτόμαστε νεκροί στο πεδίο της ζωής. το κενό του θα μας έχει ρουφήξει σαν μαύρη τρύπα (σαν κάτι κούφιο και ξερό, δίχως νόημα) ... κι αν έχουμε τον χαμένο Έρωτα και την ελπίδα τού να κερδιθεί, αν τα κύτταρά μας έχουν το χρώμα και την οσμή του, αν τα πάντα είμαστε και τα πάντα Είναι, τότε πώς να επιβιώσουμε με την έλλειψή του; ποτέ, ποτέ δεν αισθάνόμαστε κάτι τόσο δυνατό όσο η έξαψή Του, το καμπανάκι της αφίξεώς Του, η αφή από το γυαλιστερό Του σακάκι, η ηδονή της εμπειρίας Του και η οδύνη του θανάτου Του.

[κι αν έχουμε μόνον Αυτόν ν' αποτελεί τη ζωή μας, με ποιον τρόπο να αντέξουμε την εποχή που πια δεν θα υπάρχει; πώς να ανασαίνουμε σαν θα μας ξερριζώνει το οξυγόνο από τα όργανα το ανυπέρβλητο κενό της έλλειψής του; με ποια κόκκαλα θα χτίζουμε τα κορμιά; με ποια όνειρα θα φουσκώνουμε τις ψυχές; με ποιαν ελπίδα θα ξεγελούμε τον θάνατο; κι αν έχουμε κάποιο νόημα δεμένο εντός μας, πώς γίνεται να το περιφρονούμε αλαζονικά; στ' αλήθεια δεν υπάρχει απάντηση: το δράμα μας τόσο μεγάλο όσο και η ελπίδα για τη γιατρειά του. ο Έρωτας και η μνήμη - ο λόγος που ακόμα η φύση ανθίζει...]

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Σημείωμα [6]

Δεν έχεις τίποτε για μένα - πουλιέμαι
δεν ορίζω καμμιά μου κίνηση, κανένα βλέμμα
είμαι εξοπλισμένος με το παράλογο
και λογχίζω τις μαζικές μου αυτοκτονίες
/για μιαν απόλυση
για μιαν απόρριψη
για τον ολότελα δικό μου
παράφρονα
για τον έρωτα που
πάντοτε μου ξεγλυστρούσε/
δεν έχω τίποτε για σένα - αγοράζεσαι
αυτή είναι η ειδοποιός μας διαφορά
η κρυστάλλινη κυψέλη του πυρήνα
που πυροδοτεί τις συνεκδοχικές μας εκρήξεις.
δε λογαριάζω τα μεγέθη των κυκεώνων
μονάχα οι αιώνες με ρουφάνε
σαν ελιξήριο μέθης
σαν καλοκαιρινό κοκταίηλ
με περιεκτικότητα 75% σε αλκοόλ
- δίχως σταματημό και υπεκφυγές -
και μ' έχουν καταστήσει
έναν κίνδυνο πιο οξύ
κι από τον έρωτα που γεννιέται
στη μέση κάποιου νεκροταφείου.
στο λέω: δεν έχεις τίποτε για μένα
πουλιέμαι ευχαρίστως
- μα όχι σε σένα.
ίσως μόνον ο θάνατος
να μπορεί να μ' αγοράσει.

[τι χρειάζεται πια δε γνωρίζω. τα εδάφη μου έχουν κατακτηθεί από τον εχθρό. πρέπει επιτέλους να παραδεχθώ πως είμαι υπόδουλος του ανθρώπου. είμαι υπόδουλος της σηψιμαίας μοίρας του, της βουλιμίας του για υποταγή ή εξουσία, της επιθυμίας τού να παραγκωνίζει και της αρρώστειας τού να παραγκωνίζεται. είμαι υπόδουλος του σκότους που τον ελέγχει και του φωτός που του δίνει ανάσα. είμαι υπόδουλος του θανάτου και της ζωής του, του εγωισμού, της αυταπάρνησης και της αυταρέσκειάς του. τα πάντα έχουν την τιμή τους και τα πάντα πωλούνται, εκτός από την πιο βαθειά ουσία του ανθρώπου /αυτήν που αναφύεται αργά από μέσα του, για να μαλακώνει τις πληγές μετά από κάθε χτύπημα που δέχεται. αυτήν που πάντα ψιθυρίζει στ' αυτί, προτού τα όλα να βυθιστούν στο σκοτάδι/. τι χρειάζεται πια δε γνωρίζω, για να' μαι άνθρωπος... είμαι υπόδουλος μόνο... το ξέρω]

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Σημείωμα [5]

Το ψέμμα είναι η αλήθεια που ζούμε. όσα κοιτάμε, όσα ακούμε, όσα νοιώθουμε, όσα πιστεύουμε είναι ωορρηξίες για τα έμβρυα που δε θα συλληφθούν ποτέ/ ανακυκλίσεις των πιο επώδυνων ουτοπιών. πώς να ντυθεί το μάταιο της ύπαρξης; πώς να αντέξουν τα χέρια, το βάρος κάθε επίπλαστης αλήθειας; τόσο σημαντικά νοήματα όσο το τίποτε - το ψέμμα, είναι η βάση πάνω στην οποία ζούμε. αγάπες, έρωτες, θλίψεις, παραιτήσεις, πόνοι και αδιαφορίες - όλα αυταπάτες για να' χει λόγο ύπαρξης η θνητότητά μας - να' χει κάποιον βαστάζο καθώς θα διασχίζει τις αιμάτινες πολιτείες. μοναδική αλήθεια το ψέμμα/ μοναδική αλήθεια το αίμα. εμείς: μοναδικοί όσο το τίποτε...

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

/.../

Δεν έχω. δε με αντέχει, είπε. έχω ξοφλήσει, είπε. νομίζω δεν κάθισα να με παίζει σα μαριονέττα, καταπώς τη βολεύει, έτσι είπε. μου είπε να πάω να γαμηθώ νομίζω... ναι, έτσι είπε. πρέπει η φλόγα που εμένα με καίει, αυτή να την έχει παγώσει - δεν εξηγείται αλλοιώς. και γιατί να μην το κάνω μαζί σου, ρώτησα; μ' έχεις κουράσει, είπε. κι ας έχεις δίκιο σε όσα λες. με κουράζει το δίκιο - προτιμώ το άδικο, την τυραννία, το ψέμμα. ναι, αυτά προτιμώ γιατί... γιατί... γιατί έτσι μου τη δίνει. αυτή είμαι. κι ας έχεις δίκιο να παραπονιέσαι - μα δε μ' αρέσουν τα παράπονα, κι εσυ με κουράζεις. μιλάς πολύ όταν δε μιλάς καθόλου κι αυτό δε μ' αρέσει, με μπερδεύει, είπε. σκέφτεσαι πολύ όταν δε σκέφτεσαι τίποτε. αυτό κι αν δε μ'αρέσει - με πεθαίνει, είπε. βαρέθηκα να σου μιλάω όταν δεν είσαι εδώ, είπε. κρίμα, κι είσαι τόσο καλός. σαν εσένα δεν έχω γνωρίσει άλλον, είπε. είσαι ικανός για πολλά, μα όχι για μένα - ο καθένας θάταν ευτυχισμένος κοντά σου - είσαι το κάτι άλλο. κρίμα. γι'αυτό πάνε γαμήσου, είπε. έχω και με αντέχεις, είπε: γι' αυτό φύγε.

[δε μίλησα. δε σκέφτηκα πολύ. έφυγα απλά γυρνώντας την πλάτη, κρατώντας στα χέρια τις άδειες λέξεις. δεν αρκώ γιατί δεν έχω και αντέχω. είμαι τόσο καλός που δεν αρκώ. απέχω.]

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Χωρίς εσένα, είμ' ένα τίποτα (Without you, I'm nothing) - Placebo.

Αλλόκοτο ξελόγιασμα σαν να λαμπρύνει την απογευματινή παλίρροια.
Θα το δεχτώ στο πλάι σου.
Τέτοια φαντασία λες και κάνει το συναίσθημα να γλιστράει.
Θα τη δεχτώ στο πλάι σου.
Είναι χάλια η σύναψη της στιγμής και πόσα ψέμματα γεννάει.
Θα τη δεχτώ στο πλάι σου.
Η πολλή υγρασία τσαλακώνει το δέρμα και το μεταλλάσσει.
Θα τη δεχτώ στο πλάι σου.

τικ - τοκ
τικ - τικ - τικ - τικ - τικ - τοκ

Είμαι βρώμικος, ένας αχαλίνωτος
Και κάθε φορά που βράζεις από θυμό,
φαίνεται να χάνω τη δύναμη του λόγου,
Ξεγλιστράς σιγά σιγά και δε σε φτάνω.
Με ωριμάζεις σαν δέντρο αειθαλές,
Δεν έχεις δει εμένα τον μοναχικό - ποτέ

Εγώ...
Παίρνω το πλάνο, το στριφογυρίζω.
Εγώ...
Πέφτω.
Χωρίς εσένα , είμ' ένα τίποτα.
Χωρίς εσένα , είμ' ένα τίποτα.
Χωρίς εσένα , είμ' ένα τίποτα.
Αρπάζω το πλάνο, το περιστρέφω στις άκρες σου.
Χωρίς εσένα, είμαι απολύτως ένα τίποτα.


- - - - - - - - - - - - - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -



Strange infatuation seems to grace the evening tide.
I'll take it by your side.
Such imagination seems to help the feeling slide.
I'll take it by your side.
Instant correlation sucks and breeds a pack of lies.
I'll take it by your side.
Oversaturation curls the skin and tans the hide.
I'll take it by your side.

tick - tock
tick - tick - tick - tick - tick - tock

I'm unclean, a libertine
And every time you vent your spleen,
I seem to lose the power of speech,
You're slipping slowly from my reach.
You grow me like an evergreen,
You've never seen the lonely me at all

I...
Take the plan, spin it sideways.
I...
Fall.
Without you, I'm nothing.
Without you, I'm nothing.
Without you, I'm nothing.
Take the plan, spin it sideways.
Without you, I'm nothing at all.



από το άλμπουμ: "Without you i'm nothing"
Φόρεσε μόνο στολίδια στο κορμί σου
έτσι γιατί απόψε δε γουστάρω
ούτε τα ρούχα - ούτε τις μασκες σου
Μόνο στολίδια κι έστω μισήν υποψία από έρωτα
Εϊμαι κι εγώ γυμνός ( δεν έχω τίποτε δικό μου)
Ό,τι είχα πάνω μου το πούλησα
για ν' αγοράσω λάσπη
Κι ήρθα απόψε σε σένα/μόνον ελπίζοντας/
να νοτιστώ στου παραμυθιού σου τα σπασμένα νερά
Κι αν σταθώ όρθιος για λίγο - μη γελαστείς
Ούτε υποψία για θεότητες ή άλλα τέτοια


[Στολίδια] : από την ανέκδοτη συλλογή "Στα σπλάχνα του θηρίου"

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Σημείωμα [4]

Όσο πιο πολύ μιλούμε, τόσο περισσότερο καταρρίπτονται οι αλήθειες
- το πόσο ψηλά φτάνουν οι πήδακες του νερού
-το πόσο γλυκειά είναι η ανθρώπινη έλξη
-το πόσο χαμηλά καίνε οι φωτίες στα σπλάχνα
- το πόση αξία έχει να κοιταζόμαστε στα μάτια
-το πόσο αργά τρώει τις σάρκες ο χρόνος
είναι όλα εδώ, όργανα ημίσεα μιας εγγενούς ολοκλήρωσης
/ξυπνάμε και τα πάντα έχουν πιά αλλάξει θέση.
δε ζητάμε τίποτα. δεν έχουμε τίποτα, παρά μόνο τα άδεια μας δίχτυα.
τα πάντα έχουν ξεπλυθεί απ' τη βροχή/
όσο πιο πολύ με προσεγγίζεις, τόσο πιο πολύ αρπάζω φωτιά
μα δεν τολμώ να αρθρώσω λέξη
-είναι τόσο μακρινή η εποχή των πάγων, που μέσα μου νοιώθω
πιο σκαλισμένος από ποτέ, σαν σε μουσείο του βορρά, μέσα στην κρύπτη
λιγνός κι ευνουχισμένος-

-

Μη λες
τα πάντα έχουν τελειώσει
πίνοντας το ποτό σου
- η θέση απεύχεται
- εσυ λιποψυχείς
- η νύχτα είναι όχημα
Πώς αλλοιώς να μείνεις μια πέτρα
δίπλα σε τοίχο
με παράπονο ποτισμένη;

Μη μένεις εδώ
δεν υπάρχω
- άδικα μ' ακουμπάς
είμαι πιόνι.

-

Πώς τσακίζει έτσι η σάρκα
μέσα στην τσέπη
που' χω όλη τη ζωή μου;
- ένα εισιτήριο τραίνου
ένα πενηντάλεπτο του ευρώ
κι ένα τετράγωνο χαρτί
με μισοφαγωμένες λέξεις -
Πώς τσακίζει έτσι η σάρκα
σαν ραγισμένο εκμαγείο νεότητας
σαν ευαγγέλιο έκπτωτο;
/ποτέ μου δεν κατάλαβα/

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Κανένας

κανένας μαζί-
καμμιά με γράσσο στο στόμα-
άδειο τραγούδι το κορμί
σαν έπαρση
δίχως θάνατο/
σαν άφεση
χωρίς κοινωνία/
κανένας-
καμμιά-
δίχως το κουμπί
της πτώσης/
εγώ - ξανά
μαζεύω τα απορρίματα
μιας παραιτημένης
πόλης

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Αυτή είναι
έρχεται
συστρέφεται
μετεωρίζεται
διαβάλλεται
έρχεται
σου τα παίρνει όλα
είναι εδώ
και ξερογλείφεται
ολοένα και πιο πολύ
αποκτηνώνεται
εξανεμίζεται
υγραίνεται
είναι εδώ
είναι η μορφή
που μέσα σου στέκει
και περηφανεύεται
μες τη γιορτή
στήνει τα μέτρα της
μες την καταιγίδα
πάντα φαίνεται
είναι η μορφή
που μέσα σου στύβει
το θηρίο το λιώνει
κι ύστερα
εδώ - σε καταπίνει
ελεύθερο

Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Σημείωμα [3]

ό,τι αφήνουμε πίσω μας είναι χνάρια μιας έκρηξης σκαλισμένης στον πηλό.
έχουμε βαπτίσει την αδυναμία μας να ομιλούμε περισυλλεγόμενη σιωπή,
τη σιωπή μας ικανότητα για αφαίρεση.
μα ίσως απλά να αρκούμαστε στην ομίχλη, που κάνει τα μάτια να τσούζουν.
να μετεωριζόμαστε στα αβαθή μιας απλουστευμένης πεπλατυσμένης παράνοιας,
η οποία χρωματίζει με πλήξη τα σπαραγμένα μας εντόσθια.
ας είναι, ο χρόνος σβήνει - έστω αργά - τα υπερβολικά δάκρυα κάθε παραίτησής μας.
κι όταν μας αρκεί το να λουζόμαστε με ήλιο, να ακουμπάμε τα υγρά χόρτα,
να συγκρίνουμε το μικρό μας μέγεθος με τον ουρανό, να οικτίρουμε τη θάλασσα
για την αιωνιότητά της, τότε έχουμε την αμυδρή ελπίδα ότι κερδίζουμε τις αυταπάτες μας.

/και πόσο μας αρέσει να παίζουμε με τον πηλό. να παίζουμε κορώνα γράμματα κάθε μας θάνατο, κάθε χαρά. να βάζουμε σε σειρά τα πήλινα μας ομοιώματα, για να΄χουμε μια κάποια παρέα. πόσο γλυκειά φαντάζει ώρες ώρες η πίκρα της παραίτησης και πόσο μας καταδιώκει αυτή η σιωπή που εφορμά κατά του εγώ/

η μνήμη - αυτός ο λάγνος υπερσυντέλικος της οδύνης - να καταπλακώνει όλα μας τα υλικά.
δεν ξέρω με τι... αυτό που αισθάνομαι είναι το βάρος της - το άπλωμα της απλότητάς της - το πόσο εύκολα διαχέεται εντός.

/τα κεριά στα κηροπήγια επιμένουν να καίνε ακόμα και χωρίς οξυγόνο/

η πλήξη, αυτή η έκκληση για παραίτηση. η οχλαγωγία της ησυχίας μέσα στο μοναστήρι
που ενοικούμε - τόσο εναργώς μπερδεμένοι - τόσο πρόδηλα εχθροί μας. έχω σιωπή και πλήξη να σας δώσω. έχετε σιωπή και πλήξη να μου δώσετε. τα ίδια υλικά - τις ίδιες φανφάρες πώς να χάνουμε τη ζωή. ας είναι, το σκοτάδι είναι απροσμέτρητο μέσα στο φως. οι κήρυκες νομίζω έχουν μεταναστεύσει - ξανά και ξανά, ξαναμμένοι από τον τόσο ερεθισμό τους για κάθε ευαγγέλιο που επαγγέλλονται. δε νομίζω πως θα μας λείψουν. έτσι κι αλλοιώς, το κενό αρέσκεται στο να συμπληρώνει τη φύση του. έστω με άλλες αυταπάτες. έστω με άλλους νεκρούς. με άλλες επιτηδευμένες μάχες. με άλλα σύμπλοκα εξουσίας. με άλλους ψεύτικους έρωτες.

/παράβολα ξεχάσαμε για την κόλαση. η βλακεία συνέρχεται μέσα μας - ας μας καθορίσει λοιπόν. απόψε έχουμε κι άλλα νεκρά σαρκία για εκμετάλλευση/

πλήξη πηλού... όλα όσα μένουν είναι δάχτυλα κολλημένα στα γεννητικά όργανα του ψεύδους.
ο πηλός μας όλα... η σιωπή μας όλα. η μνήμη όλα...
όσα έχουμε μάλλον ξεχάσει!


Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

μια μικρή ενότητα

Η σοφία της φύσης - εξυφαίνεται της παρακμής
όταν σαπίζουν τα φύλλα ενός δέντρου
νεκρού
όταν σαπίζει το άψυχο κορμί του ζώου
νεκρού
όταν διαλύονται τα σπασμένα φτερά της πεταλούδας
νεκρής
όταν το βλέμμα σου αποστραμμένο ριγά
νεκρό
όταν το κορμί μου αηδιάζει τη θλίψη
νεκρό
όταν τα γεράματα θολώνουν τα μάτια
νεκρά
όταν τα κόκκαλα εξαρθρώνονται και πέφτουν
νεκρά
όταν οι λέξεις πια σε φύλλα κίτρινα σβήνονται
νεκρά
Η σοφία στη φύση - εξυφαίνεται της παρακμής
/όταν από στιγμή σε στιγμή ερωτεύομαι/


από την ανέκδοτη συλλογή: Αλότριψ [ή άλλως προσανάμματα θανάτου]

Σημείωμα [2]

Στ' αληθεια, αντέχουμε να αντέχουμε τους ανθρώπους ή αρκούμαστε στο μηδενισμό της απλής συνύπαρξης μαζί τους, έτσι από υποχρέωση; Κι αν τους ανεχόμαστε, ανεχόμαστε στ' αλήθεια και τον ίδιο μας τον εαυτό ή απλά συμβιώνουμε από καθαρή τύχη;

Κυριακή 19 Απριλίου 2009

-

[...]
ό,τι με συγκεντρώνει ό,τι με σκεδάζει
μια αδέσποτη στηθάγχη
που μελετά κάθε ώρα
τις επόμενες μέρες της ήττας μου
[...]

-

[...]
η επανάληψη των ειλώτων
σε μιαν εποχή ελευθέρας
που χλιμιντρίζουνε οράματα
που μπαλώνονται ιδέες
η επανάληψη μας σέρνει
στον ίλιγγο των αποφάσεων
[...]


Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Νυχτοκάματο

σκοτεινό στενό. έρημο. περπάτησα.
στεκόμουνα μόνος να βλέπω
τη σύριγγα σου.
σκεφτόμουν τη στιγμή που εμφιάλωνες
μέσα σου το θάνατο.
στάθηκα. έκανα την ανάγκη μου
πατώντας στα σάπια νερά.
μέσα στη βρωμιά
συλληπήθηκα την οδύνη σου.
τόσο βαρύ το πένθος.
δεν το σήκωνα.
απλά μετεώριζα το μυαλό μου
στην κεκαλυμμένη σου κρύπτη.
αντικρύζοντας τη διάλυσή σου.
όταν έφυγα
έσερνα πίσω μου την ψυχή
γδέρνοντας τα πλακάκια.
δεν άντεχα άλλο
τη μάταιη υποταγή σου.
το νυχτοκάματο του θανάτου σου.

Σημείωμα [1]

Η αληθινή ποίηση μιλά στην ψυχή, καταδύεται στα βάθη της και γρατζουνάει το συμπαγή υμένα που την περιβάλλει. Αν τα καταφέρει και εισέλθει αναμαλλιασμένη στον πιο μύχιο της πυρήνα, έχει κερδίσει το παιχνίδι. Τότε και μόνον τότε...

Είναι σύνηθες να βλέπουμε γύρω μας αμέτρητα βιβλία, στίχους, κείμενα, απόψεις και ανθρώπους που εκφράζονται επί παντός του επιστητού. Οι πιο σοφοί όμως όμως είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως κολυμπάνε στον ωκεανό της απέραντης άγνοιας. Όταν ο ίδιος ο Σωκράτης με τη πασίγνωστη ρήση του - Έν οίδα, ότι ουδέν οίδα - μας τονίζει αυτή τη μεγάλη αλήθεια, είναι τουλάχιστον αστείο και αφελές να διατεινόμαστε πως γνωρίζουμε έστω και ελάχιστα. Ούτε μεγάλες έννοιες γνωρίζουμε σε βάθος, ούτε μπορούμε να τις ορίσουμε και επιπλέον, δεν είμαι διόλου πεπεισμένος, ότι μπορούμε να τις βιώσουμε στην καθημερινότητά μας - ιδιωτική και δημόσια. Η ψυχή όμως, έχει ανάγκη από ψήγματα εμπειριών, ώστε να δύναται να φέρνει σε πέρας κάθε υπόθεση του βίου στον οποίο ενυπάρχει και δρά. Έτσι λοιπόν, διψά να έρθει σε επαφή με πράγματα που θα της παράσχουν τέτοια ψήγματα. Η αρμονία και η αταραξία της, μπορεί να πραγματωθεί με την επαφή της με τη φιλοσοφία, την τέχνη και την άσκηση. Η τέχνη είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες που μπορεί να οδηγήσει σε αυτή την αρμονία και την ισορροπία, η οποία σε συνδιασμό με την καθημερινότητα θα οδηγήσει στην αυτογνωσία της ψυχής, και κατ' επέκταση του εαυτού.

Όμως ποια τέχνη, ποια φιλοσοφία, ποια άσκηση; Ποια έκφανση τους πληρώνει τα κενά της ψυχής; Αντικειμενικότητα; Υποκειμενικότητα; Μήπως και τα δύο; Χμμμ, μπορεί να είναι και τα δύο, μπορεί και όχι... Το θέμα όμως, και σ' αυτή τη φάση, είναι η αποφυγή του δογματισμού. Ο δογματισμός μπορεί να καταστρέψει κάθε πρόοδο της ψυχής, μαζί με κάθε έργο που συντείνει σε αυτήν. Η συγκέντρωση του εαυτού, ή της ψυχής αν θέλετε, σε μια μοναδική συμπαγή οντότητα που κατέχει τη θέση της αυθεντίας, μόνο τύφλωση έχει να προσφέρει σε όσα μάτια διαθέτει η ανθρώπινη ύπαρξη και εθελοτυφλία στην εξέλιξη της ζωής. Επομένως και στην ποίηση σημασία έχει το κατά πόσο έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας για να την δούμε και να τη βιώσουμε. Η ποίηση δεν είναι μόνο στίχοι σμιλεμένοι πάνω στο χαρτί. Είναι κομμάτια ψυχής φυτρωμένα στα πιο δύσβατα όρη μιας λευκής σελίδας. Γι' αυτό απαιτείται ειλικρίνεια από τον ποιητή, ώστε να αποτυπωθεί στο έργο του η ίδια του η φύση. Ένα απλό και αφελές συνταίριασμα λέξεων, δεν προσφέρει κάτι περισσότερο παρά μιαν άσκοπη περιδίνηση σε έναν θνησιγενή τυφώνα... Γι' αυτό τίθεται το ζήτημα της αληθινής ποίησης και της μίμησής της. Ένα ζήτημα αμείλικτο για όποιον ψάχνει την ουσία και ίσως αδιάφορο , για όποιον καταναλίσκεται απλά στο ξεμυάλισμα εύμολπων αφρών που στολίζουν τα κύματα. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, όπως ισχύει γενικά στη ζωή, το ζητούμενο είναι ο καθένας από μας να ψάχνει μόνος του, να ανακαλύπτει μόνος του και να εξελίσσεται μόνος του - χωρίς καθοδηγητές, μα με συνοδοιπόρους. Αφορά στον καθένα μας χωριστά, το αν θα αρκεστεί στην επιφανειακή έκφραση και δράση ή θα προχωρήσει στην εκ βαθέων ψηλάφηση του εγώ .

Αναζητάτε, λοιπόν, την αληθινή ποίηση, την αληθινή φιλοσοφία, την αληθινή άσκηση, τον αληθινό έρωτα, την αληθινή ζωή κι ό,τι άλλο είναι πραγματικό για σας. Η ψυχή σας σίγουρα γνωρίζει...

-

Θλιμμένη πτέρυγα φρενοκομείου
Ξελασπωμένη οδύνη δίχως δόντια
Με πληγές παντού στο κορμί
και την ψυχή σου
Δεμένη με ιμάντες ελευθερία
Ευνουχισμένη μ' αλυσίδες τυραννισμένη
δίχως πόδια χέρια ή κεφάλι
Μόνο μια θάλασσα ψυχοτροπική
να πνίγεται η ύπαρξή σου
Σεντόνια κόκκινα βιασμένα
Αρρωστημένη κάρβουνο θεραπεία
Θλιμμένη πτέρυγα μουχλιασμένη
Κάθε βράδυ αυτοκτονείς
Κάθε μέρα ανασταίνεσαι
Τέτοιος φαύλος κύκλος
η αυτοδιάθεσή σου
στην ελπίδα


[Πτέρυγα]

από την ανέκδοτη συλλογή "Στα σπλάχνα του Θηρίου"

-

Μόνο τα ψεύτικα λόγια μένουν
Μόνο τα άδεια χάδια
Μόνο τα αλλήθωρα βλέμματα
μέσα στη σάπια ηδονή σου
Μόνο το τίποτα είν' αλήθεια
όταν λες πως στα μάτια μου
κάτι βλέπεις από έρωτα

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Χόλας. Μ. Μέτζγκερ (Μετάφραση)

Ηollace. Μ. Μetzger


The Night I Saw Diamonds

I will tell you
a
story
of the night
I saw diamonds
over a field
where I expected there

to be snow.
All I ask

is for you to listen,
feel your heart beating,
close your eyes and
please, try to
see them
too.
I will tell you.



Η Νύχτα που είδα Διαμάντια

Θα σου πω
μια
ιστορία
για τη νύχτα
Που είδα διαμάντια
σε ένα χωράφι
εκεί όπου περίμενα

να είναι χιόνι.
Το μόνο που ζητώ

είναι να ακούσεις,
να αισθανθείς την καρδιά σου,
κλείσε τα μάτια σου και
σε παρακαλώ, προσπάθησε
να τα δείς
κι εσύ.
Θα σου την πω.


Χόλας.Μ.Μέτζγκερ: Αμερικανίδα ποιήτρια, ζωγράφος, αρχιτέκτονας, γεννημένη το 1976. Έχει σπουδάσει σε Αμερική, Αγγλία, Ιταλία και τα τελευταία 8 χρόνια ζεί και εργάζεται στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Ακολουθεί ένα σύντομο βιογραφικό της στα αγγλικά.

"Author, architect and artist Hollace M. Metzger was educated in the US, London and Venice, Italy, before settling into the New York and Paris arts scenes for the past eight years. Recently, she has been prolific in writing while performing in public salons throughout western Europe, the UK and New York City. In addition to writing, her poetic endeavors include collaborations with composers, choreographers and artists in the US, UK, Canada, France, Germany, Spain, Portugal, Italy, Belgium, Romania, Columbia, Mexico and the Netherlands.

Through words, Observing the Labyrinth from Heaven's renaissance-appeal unfolds, revealing itself mysteriously but with refreshing honesty. It will take its reader on a journey of mind, space and time travel from the past into the future, with transporting descriptions of place and the bitter-sweetness of urban life and love paired with childlike optimism and deep sensual undertones. Through the Labyrinth, you will find a glimpse into the library of the next generation of poets."


http://www.hollacemetzger.com/

Έμιλυ Ντίκινσον (Μετάφραση)

Emily Dickinson

Από τη συλλογή "Το μοναχικό λαγωνικό" (The Single Hound)


III.

Except the smaller size,
No lives are round -
These hurry to a sphere and show and end.

The larger, slower grow,
And later hang -
The summers of Hesperides are long.


III.

Εκτός απ' τις μικρότερες,
Δε βρίσκονται άλλες στρόγγυλες ζωές -
Ορμούν σε σφαίρα και προβάλλουν και τελειώνουν.

Οι μεγαλύτερες, αργότερα βλασταίνουν,
Και πιο μετά κρεμάνε -
Είναι μακρά τα καλοκαίρια των Εσπερίδων.



V.

The right to perish might be thought
An undisputed right -
Attempt it, and the universe
Upon the opposite

Will concentrate its officers:
You cannot even die,
But nature and mankind must pause
To pay you scrutiny.


V.

Το δικαίωμα του να χαθείς μπορεί να είναι
δικαίωμα που δεν αμφισβητείται,
Δοκίμασέ το, κι αντίθετα
το σύμπαν

Τους αξιωματικούς του θα μαζέψει:
Δε μπορείς καν να πεθάνεις,
Μα η φύση και ο άνθρωπος πρέπει να σταθούν
Να σ' ανταμείψουν εποπτεία.



Έμιλυ Ντίκινσον: Αμερικανίδα ποιήτρια. Γεννήθηκε το 1830 στο Άμερστ, μια μικρή πόλη κοντά σε δάσος, στην πολιτεία της Μασαχουσέτης. Πέθανε το 1886.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Δε θυμόταν αν είχε πετάξει κομματάκια του εαυτού του
στους δρόμους από τους οποίους είχε περάσει/
Μάλλον η αμνησία τού' χε γίνει πια συνήθεια
όπως τα μάτια που άνοιγε κάθε πρωί/
Συνέχιζε να σαπίζει μαζί με τα συκώτια των ποιητών
μαζί με τα δάκρυα των αστέγων- με τα πλοκάμια των θηρίων
που ανέβλυζαν νύχτα μέρα - μέρα νύχτα - στη σιωπή του/
Δε θυμόταν σε ποιο δρόμο έπρεπε να στρίψει για να φτάσει στη ζωή του
Δε θυμόταν γιατί πάντα πρέπει να ξεχνάει για να' ναι ζωντανός/
Και πού να βρει το κουράγιο να αναδιπλώνεται
σε κάθε δυστύχημα - σε κάθε θάνατο - σε κάθε καταιγίδα/
Ένα φάος δεν χωράει στα χέρια - μια απώλεια μπορεί
όσο βαρειά και να' ναι πάντοτε χωράει κι άλλη - κι άλλη - κι άλλη/
Ό ήλιος πάντα ξεραίνει στη γη τη στερημένη γλώσσα
Όσα πικρά ποτά και να πιεί δεν ξεδιψάει
Τίποτε πια δεν μπορεί να ανακαλύψει τα χαμένα
Αυτά που μπορεί να ξαναβρεθούν σε κάποιο άλλο μονοπάτι
να πληγώσουν άλλα χέρια - να τρυπήσουν ξένα παπούτσια/
Να γευματίσουν άλλη χαμένη σάρκα - ας είναι
Όλα ξεχνιούνται κάποτε - Ακόμα και η αμνησία/
Τελικά όλα τα είχε ξεχάσει - τα τυπικά και τα παράτυπα
Όλα είχαν χαθεί στους δρόμους κάτω απ'τις σκιές του
Τα πάντα είχαν εφορμήσει στην ανυπαρξία/
Τελικά τίποτε δε θυμόταν

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Μες στο καρφί

[Επέστρεφε]*


Αγαπημένη αίσθησις μη γογγύζεις
απλά επέστρεφε
/ταγκίζοντας το αίμα στην απουσία σου/
Βλέπω μια ράγα λιπόθυμη
όταν εκτροχιάζομαι να με παρατηρεί
με οίκτο
Η επιθυμία μου γκρεμίζεται μες το κουτί της οδύνης
Γυρνώ μόνος μέσα στο άγημα
- ξαναγυρνώ -
- γυρνώ - ξαναγυρνώ -
στο άγημα των ηττημένων
Μα εσύ επέστρεφε και μη σταματάς
Μη λησμονείς να επιστρέφεις - επέστρεφε -
Εδώ οι νύχτες είν' εκρήξεις - είναι σιωπές
Τα πάντα στροβιλίζονται γύρω απόνα άγγιγμα
/άγγιγμα βαρύ περιπαικτικό/
την έλλειψη και μετά το χρώμα των χνώτων
που υποδύονται την ολοκλήρωση
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα
όταν όλα μέσα μου ενταφιάζονται
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται
και στριφογυρίζω με πλίνθους οδύνης
μέσα στα ραγισμένα μου χέρια
Δεν ξέρεις - εδώ δε γίνεται να ξέρεις -
πως όλα εκτροχιάζονται σε οίκτο
σε σκουριασμένα μέλη δυσκίνητα
σε ποτήρια γεμάτα χλεύη
σε κενοτάφια ακανθώδους έρωτα
Επέστρεφε - η μέρα τελειώνει και πάλι -
όπως ελπίδα/ όπως μνήμη/ όπως ζωή
Τα μάτια όμως δε σφαλίζουν
Πόση επιθυμία πια αναζητώ; Πόση;

παληά όπως είναι - να ξαναπερνά στο αίμα



*Ποίημα του Κ.Π.Καβάφη (1912)

Ένδειξη*


Στο ποίημά του "Ένδειξη", ο Γάλλος ποιητής Ρενέ Σαρ ξεκινάει λέγοντας:

"Πώς να ζήσει κανείς δίχως άγνωστο μπροστά του;
Οι άνθρωποι σήμερα θέλουν το ποίημα νάναι κατ' εικόνα
της ζωής τους με τον τόσο λίγο σεβασμό, με το τόσο λίγο
διάστημα και πυρπολημένης από μισαλλοδοξία."


Ξεκινάμε με αφετηρία το άγνωστο, πορευόμαστε μιαν ολόκληρη ζωή έχοντας μπροστά μας το είδωλό του, φτάνουμε εν τέλει στο άγνωστο. Η αφετηρία μας είναι και η κατάληξή μας. Ο Αναξίμανδρος, της σχολής της Μιλήτου, θεωρεί πως όταν κάτι πεθαίνει επιστρέφει στην αρχή. Σαν αρχή νοείται μόνον το άπειρο, στο οποίο επιστρέφει κάθετι που γεννιέται και είναι πεπερασμένο. Ο Επίκουρος μας προτείνει την μη ύπαρξη εκτός της ζωής, σε μια πιο υλική προσέγγιση των πραγμάτων. Επομένως ερχόμαστε από το τίποτε και καταλήγουμε εκεί. Έχουμε, δηλαδή, μια τριπλή σχέση μεταξύ των αξόνων του τίποτε, του αγνώστου και του απείρου. Μια ταυτοτική πιθανώς σχέση, μέσω της οποίας καλούμαστε να βαδίσουμε μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Να ξεδιαλύνουμε σε κάθε περίσταση της ζωής μας ποιός άξονας απαντά στα αγωνιώδη ερωτήματά μας, στα αδιέξοδα, στα λάθη και τις προσπάθειές μας για απόδραση. Το ποίημα, σε κάθε περίπτωση, φτάνει να αποτυπώσει όλα αυτά τα στοιχεία σε μια συμπυκνωμένη έκφραση ανάγκης, που επεκτείνεται στην ανώτερη μορφή της σε κάποιο είδος εφηρμοσμένης φιλοσοφίας.

Το σημερινό πλαίσιο της κοινωνίας και του μικρόκοσμού μας, οδηγεί τους ανθρώπους να επιδιώκουν την επαφή με ένα ποίημα κατ' εικόνα της ζωής τους, σύντομο, δίχως σεβασμό και πυρπολημένο από μισαλλοδοξία, όπως επισημαίνει μέσα απο τους στίχους του ο Σαρ. Μια κοινωνία, όπου εκλείπει το επικό στοιχείο, μιας και όλοι οι ήρωες φαίνεται να έχουν κουρνιάσει στους τάφους μιας ανυποληψίας και μιας απαξίωσης πιο αβάσταχτης κι από τον ίδιο το θάνατο, έχει σαν αποτέλεσμα την κατάρριψη του στοχασμού εν τοις πράγμασι΄ προκαλεί την έκπτωση του ποιήματος σε μιαν επέλαση αβάσταχτη στο βίο του ποιητή και μια διέλευση αδύνατη μέσω των κλειστών λεωφόρων την ανθρώπινης εγωπάθειας.

"Επειδή δεν τους είναι πια θεμιτό να ενεργούν για τα ύψι-
στα, μέσα στη μοιραία τους απασχόληση να καταστρέφο-
νται από τον όμοιό τους, επειδή ο ακινητοποιημένος πλού-
τος τους τούς στομώνει και τους αλυσσοδένει, οι άνθρωποι
σήμερα, με το εξασθενημένο ένστικτο, χάνονται ενώ διατη-
ρούνται ζωντανοί, ίσαμε τη σκόνη του ονόματός τους."

Στο πλαίσιο της επικούρειας αντίληψης, ό,τι αποσταθεροποιεί την ψυχή και την ωθεί προς την κίνηση, συνιστά ηθικό κενό και ματαιοδοξία. Η εγωκεντρική νοοτροπία που φυλακίζει τον άνθρωπο σ' ένα φαύλο κύκλο επιδίωξης της απόκτησης πλούτου, φήμης, ενός εγώ υπεριπταμένου του σώματος της ανθρωπίνης κοινωνίας, καταλήγει στη διάρρηξη του υποκειμένου με το άλλο, με τον συνάνθρωπο, με τον κόσμο. Τότε, ο άνθρωπος, έχει στην καθημερινότητά του την μοιραία απασχόληση να καταστρέφεται από τους ομοίους του' η τραγική αυτή εξέλιξη στα πράγματα εντέλλει το σώμα τούτο σε μιαν αυτοκαταστροφή αμετάκλητη. Έτσι στομώνει και αλυσσοδένει τους ανθρώπους ο ακινητοποιημένος πλούτος τους, προκαλείται η φθίση του ενστίκτου τους και η ψυχική φθορά έχει ως συνέπεια τον θάνατο εν ζωή. Ένα θάνατο πιο οδυνηρό κι από τον θάνατο της σάρκας! Η ζωή του ανθρώπου φτάνει πλέον ίσαμε τα όρια της σκόνης του ονόματός του.

"Γεννημένο από την κλήση της εκπλήρωσης και την αγωνία
της αναστολής το ποίημα, ανεβαίνοντας μες απ' το πηγάδι
του της λάσπης και των άστρων, μαρτυρία σχεδόν σιωπηλή,
ότι δεν υπάρχει μέσα του τίποτε, που δεν υπήρξε πραγμα-
τικά κι αλλού μέσα σ' αυτόν τον ανάστατο κι ερημικό
κόσμο των αντιφάσεων."

Αναδύεται, λοιπόν, μέσα από τη ματαιότητα του κόσμου το ποίημα, αγωνιώντας να εκπληρώσει και φοβούμενο μην ανασταλλεί έχοντας επίγνωση της βαρύτητας του μηνύματός του. Ποιού, άραγε, μηνύματος; Της πηγής και του προορισμού; Του τίποτε; Του αγνώστου; Του απείρου; Του τρόπου τού είναι εντός της ζωής; Όλων αυτών μαζί; Το ποίημα αντικρύζει, πάντως, τη Γη και τον Ουρανό, κι ενσταλαγμένο μέσα στο όλον που υπάρχει εξατμίζεται αναζητώντας μιαν ολοκλήρωση μέσα του, μεταφέροντας είδωλα από αυτά που φαίνονται αλλά και από αυτά που δεν φαίνονται΄ γιατί η ύπαρξή του εδράζεται μέσα σε όλα αυτά και πιθανώς να καταλήγει εκεί, όπως και η βαρύνουσα - κατά τον άνθρωπο - δική του ύπαρξη. Γιατί είν'αλήθεια πως το ποίημα μαρτυρά σιωπηλά σχεδόν ότι δεν υπάρχει μέσα του τίποτε που δεν υπήρξε, ή δεν υπάρχει ακόμη, πραγματικά κι αλλού μέσα σ'αυτόν τον ανάστατο κι ερημικό κόσμο των αντιφάσεων. Το ποίημα έρχεται από το άγνωστο, ζει με το άγνωστο μπροστά του και καταλήγει σ' αυτό.

Είναι μια ένδειξη ζωής που ταυτόχρονα ενδεικνύει το θάνατο. Μέσα στο θάνατο της ζωής και τη ζωή του θανάτου, μπορεί να μας εμπνεύσει έναν τρόπο για να ζούμε στοχεύοντας στην ηδονή και την ακινησία της ψυχής. Ελπίζοντας πως το άγνωστο που βιώνουμε και ως πηγή αλλά και ως προορισμό μπορεί να είναι το μηδέν, το άπειρο ή το άγνωστο αυτό καθαυτό, καθώς και, σε μιαν ασύλληπτη από μας τρισυπόστατη σύνθεση στο εν, όλα αυτά μαζί. Με έναν τρόπο όμως, που η ζωή μας να έχει νόημα μέσα στο μη νοούμενό της, πραγματωμένο μέσα στα "μικρά" κι "ελάσσονα" που γαληνεύουν τη θάλασσα της ψυχής μας και λούζουν τα μάτια μας με το φως του ήλιου, γεμίζοντας το κενό της!

Να είναι ο άνθρωπος, όπως λέει σε κάποιον άλλο στίχο του ο Σαρ, "κυψέλη πετώντας προς τις πηγές του ύψους, μ' όλο το μέλι της και μ'όλες τις μέλισσές της".**




* Από τη συλλογή του Ρενέ Σαρ, Το κονιορτοποιημένο ποίημα (1947)
** Ενότητα 203 από τη συλλογή του Ρενέ Σαρ, Σελίδες ύπνου (1946)


Ο Ρενέ Σαρ είναι Γάλλος ποιητής, γεννημένος στην Isl-Sur-Sorgue (14/6/1907 - 19/2/1988)


Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

- - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Θλίμματα όταν μιλώ/
όταν ανασαίνω/ όταν πνίγομαι
Όλες οι θάλασσες γύρω που θάλπουν
Θλίμματα-σταγόνες ουρανού και αβύσσου
/να σπαράζουν στις σκόνες/
τα τεντωμένα μου χέρια
-δεν υπάρχουμε όταν είμαστε ελεύθεροι-
-πόσο πεθαίνουμε σε κάθε μας σκλαβιά-
Υποταγές στα θλίμματα στα ποιήματα
/έχουμε γεμάτα τα άδεια μας χέρια/
Όταν μιλώ κομμάτια
-όπως τα χέρια και τα λόγια-
Είπαμε δεν υπάρχουμε-μη το πιέζεις
Στις λόχμες του πνεύμονα
που εκλιπαρεί για οξυγόνο
-πες μου πόσο και αν με αντέχεις-
-εγώ δεν ξέρω πια-
Στα θλίμματα είμαι
/Το Θηρίο δε μ΄αφήνει/ ευτροφικό πλέον
δεν μπορεί να κρυφτεί
Και απο πού; Από ποια στυγνά μάτια;
Δεν ξέρω πια
Είπαμε όταν σας μιλω - στα θλίμματα είμαι
Θλίμματα είμαι

- Όταν περνάει έξω από τα παράθυρα η Συνείδηση του κόσμου, όταν ακούγονται στα ραδιόφωνα οι κολακείες των πρακτόρων τους, όλοι νομίζουν πως ο κόσμος προοδεύει. Μα εγώ, σας έχω πει προ πολλού για τις αλυσίδες! Όλες αυτές που σας έχουν μπλεγμένους και σας συνθλίβουν δίχως σταματημό! Τα παιδιά που παίζουν στα πάρκα δεν καταλαβαίνουν. Το ίδιο κι εσείς. Μα νομίζετε ότι καταλαβαίνετε- κι αυτό είναι το χειρότερο! Δε μιλώ γιατί όταν μιλώ κλαίω. Αλλά χωρίς δάκρυα! Κι ίσως γι' αυτό δε με παρατηρεί κανείς. Η Συνείδηση κάποτε θα ξυπνήσει... ίσως στο θάνατο, ίσως πριν, ίσως μετά... Όμως τα φύλλα θα έχουν σαπίσει σα φθινόπωρο και θα ψιθυρίζουν στον αέρα πως, άλλη φορά όταν θα φωνάζει θα πρέπει τα λόγια του να είναι καθαρά, κάθως είναι εύπιστοι οι άνθρωποι και ξεγελιούνται. 'Οταν περνάει έξω η πομπή, άλλη φορά, να τη θυμάστε την Αλεξάνδρεια...-

Θλίμματα περνούνε έξω
Σαν πόδια-σα σκιές- σαν ερπύστριες
-Τα μανιτάρια που γεννιούνται εντός
κάθε φορά που εξαπατώμαστε/
είναι σα κύτταρα στη σάρκα
ευγενή σε διαίρεση αναπνέοντα

Η φυγή ποτέ δεν ήταν λύση- απλά μια τελετή για την επόμενη ήττα

Συνάντηση

Είναι σα να συνάντησα το διάβολο απόψε
Μου έγνεψε καταφατικά να μπω
κάτω από το βαρύ του παλτό
και ν' αρχίσω να μετράω τις ποινές μου
Αυτές που θα' ρθούν όταν ο ήλιος ορίσει
και θα τρυπάνε αργά τα σωθικά μου
Τόσο πιο βαθειά στη σάρκα
Τόσο πιο βαθειά στα παλιά μου μάτια
Θα' ναι ντυμένες στα πιο κόκκινα χρώματα
να εφελκύουν το βλέμμα
να τραντάζουν τα μέλη
να εισχωρούν αργά κάτω απ' το δέρμα
και να ιδρώνουν με πτώσεις
τα λεκιασμένα μου μανίκια
Είναι σα να συνάντησα το διάβολο απόψε
Σα να ήπιαμε μαζί τις τελευταίες σταγόνες
απ' το ποτό μου - το πιο βαρύ που είχα-
Χάνοντας τις ώρες απ' το ρολόι
Χάνοντας τις μέρες από το χρόνο
Σε μια γιορτή σιωπηλή όντες
ν' αφομοιώνουμε τις μοίρες
προτού να γεμίσουν τα ποτήρια μας
Σα να συναντήσαμε το διάβολο σου λέω
Σου φωνάζω - δε μ' ακούς;

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Κορμί

Λυμένο κορμί
Μπροστά στην τσιμεντένια θάλασσα
Ανέφικτο
Νόσημα αφροδισιακό μου
με ποιού γιατροσοφιού τη δύναμη
να σε απελάσω
Φθόνος για μια μέρα
Κι η νύχτα να επαναφέρει
στο δεμένο κορμί
Εντατική
Μέλη από σκουπίδια τεντωμένα
μπροστά στη θάλασσα φωνάζουν
διεγείροντάς σε
Έξη φοβερή
Η ζωή τραντάζεται ακροφύσιο
να ηδονίζει το βελούδινό σου σώμα
Πτώμα παντού μπροστά
Λυμένο κορμί
λίγη μονάχα σου πνοή δίψασα
στη θάλασσα την τσιμεντένια
Ασήμαντο
Και πάλι ξεραίνομαι ξανά
στη φυλακή σου
Δεμένο κορμί

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Ο Καβάφης για τη γλώσσα


O καθηγητής Bλάκη περί της Nεοελληνικής


Oι ξένοι παραγνωρίζουσι την γλώσσαν μας μεγάλως. Tην χωρίζουσιν, ούτως ειπείν, από την αρχαίαν Eλληνικήν. Aρνούνται ή αγνοούσι την παράδοσιν της ενότητός της. Δεν παραδέχονται την προφοράν μας.

Eίναι όθεν ευχάριστον, διαπρεπής ξένος φιλόλογος ως ο καθηγητής Bλάκη, ανήρ ευρωπαϊκής φήμης, να λαμβάνη εν χερσί την υπεράσπισιν της γλώσσης μας, και να δεικνύη αυτήν εις τους ξένους ως αληθώς έχει και όχι ως την φαντάζονται.

H προσωπικότης του Iωάννου Στιούαρτ Bλάκη, του περιφανούς Σκώτου φιλολόγου, είναι τόσον γνωστή, ώστε δεν είναι ανάγκη διά μακρών να τον συστήσω εις τον αναγνώστην. Eγεννήθη εν Γλασκώβη της Σκωτίας και νεόθεν έδειξε μεγαλοφυΐαν περί τα φιλολογικά. Διέτριψεν εν πολλαίς ηπειρωτικαίς χώραις. Eις Eλλάδα ήλθε το 1853. Eξέμαθε κατά βάθος την νεοελληνικήν και συνέγραψε περί αυτής. Eίναι είς των κρατίστων ελληνιστών της συγχρόνου Aγγλίας. Tω 1852 διωρίσθη καθηγητής της ελληνικής εν τω Πανεπιστημίω του Eδιμβούργου. Eξέδωκε πολλά συγγράμματα περί της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. Περί των άλλων του σπουδαιοτάτων έργων (οία η μετάφρασις του Φάουστ, αι περί ανατροφής πραγματείαι του) δεν θέλω γράψη, όντων εκτός του προκειμένου.

Λαβών αφορμήν εκ της μεταφράσεως του Aμλέτου υπό του λογίου Kερκυραίου κ. Πολυλά, ο καθηγητής Bλάκη εδημοσίευσε κατ’ αυτάς εν τω αγγλικώ περιοδικώ O 19ος Aιών άρθρον περί της μεταφράσεως ταύτης και της νεοελληνικής γλώσσης. Eκ των παρατηρήσεών του επί της γλώσσης μας θα παραθέσω ολίγας ενταύθα.

Kατά τον κ. Bλάκη ο Eλληνισμός ουδέποτε υπέστη τας ισχυράς εκείνας ξενικάς επιρροάς αίτινες σχηματίζουσι νέας γλώσσας. Oι τέσσαρες αιώνες ους το ελληνικόν έθνος διετέλεσεν υπό ξενικόν ζυγόν ήτο μικρόν διάστημα χρόνου διά τον σχηματισμόν μιας γλώσσης. H Nορμαννική κατάκτησις της Aγγλίας έλαβεν οκτώ αιώνας διά να μορφώση την μεταγενεστέραν αγγλικήν γλώσσαν. Oι δε Nορμαννοί με όλας τας καταπιέσεις των «έφεραν μετ’ αυτών στοιχεία κοινωνικής υπεροχής άτινα… επί τέλους αντεκατέστησαν την εγχώριον Σαξωνικήν διάλεκτον του αγγλικού λαού διά νέας γλώσσης… Eν Eλλάδι εγένετο το εναντίον. Yπό την έποψιν αναπτύξεως ή πολιτισμού η εν Kωνσταντινουπόλει Tουρκική κυβέρνησις ουδέν στοιχείον είχε κοινωνικής υπεροχής δυνάμενον να αντιπράξη προς το μίσος όπερ φυσικώς εμπνέει ξένη διοίκησις και εξ άλλου η ταυτότης θρησκευτικού φρονήματος ήτις, υπό την δικαιοδοσίαν της Pώμης, συνέτεινεν εις την μίξιν του Σαξωνικού και Nορμαννικού στοιχείου εν Aγγλία, έλλειπεν ολοτελώς εν Eλλάδι. Aπέχθεια ζωηροτάτη, έμφυτος είς τε τον Mωαμεθανισμόν και τον Xριστιανισμόν, κατέστησεν αδύνατον την συγχώνευσιν μεταξύ κατακτητών και κατακτηθέντων». Περί της Eνετικής κυριαρχίας επί διαφόρων ελληνικών χωρών ο κ. Bλάκη λέγει ότι ήτο «παρά πολύ μερική, και παρά πολύ μακρυνή» ώστε να δυνηθή να επενεργήση επί της γλώσσης.

O καθηγητής μετά ταύτα λαμβάνει έν χωρίον μεταγενεστέρου ελλ. συγγράμματος και εξετάζει αυτό. Tο χωρίον είναι από μετάφρασιν της Xαλιμάς εκδοθείσαν εν Eνετία τω 1792. Tο είδος της γλώσσης έχει ως εξής. «Eυρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής… Kαι είχε τούτο το προτέρημα να καταλαμβάνη ταις γλώσσαις και την ομιλίαν των ζώων. Mίαν ημέραν περιδιαβάζωντας… Ήσαν δεμένα εις ένα παχνί ένας γάιδαρος και ένα βόιδι κτλ. κτλ.»

«Aς διατρέξωμεν τας γραμμάς ταύτας», λέγει ο κ. Bλάκη, «και ας παρατηρήσωμεν κατά πόσον η δημώδης αύτη ελληνική της 18ης εκατονταετηρίδος διαφέρει από την Aττικήν του Ξενοφώντος· διότι αναμφιβόλως είναι ελληνική κατά πάντα, και ουχί νέα γλώσσα, έχουσα την αυτήν σχέσιν προς την αρχαίαν ελληνικήν οίαν η Iταλική προς την Λατινικήν. Γάιδαρος αντί όνος και σπήτι αντί οίκος, από το Λατινικόν hospitium, είναι αι μόναι δύο καθαρώς μη κλασικαί λέξεις εν τω όλω παραγράφω… Bόιδι μας διδάσκει δύο πράγματα· πρώτον, ότι εν τη μεταγενεστέρα ελληνική ως εν τη ιταλική, υπάρχει ροπή εις το να σφετερίζεται το υποκοριστικόν την θέσιν του απλού ονόματος, και δεύτερον, ότι η τελευταία συλλαβή, μη τονιζομένη εν ταις τοιαύταις λέξεσι, παραλείπεται, ως παιδί διά παιδίον, και χωράφι διά χωράφιον, κτλ. H δευτέρα λέξις εκ της περικοπής μας, εις, δεικνύει κυριώτατον ιδιωτισμόν της ομιλουμένης ελληνικής, ό εστι την έλλειψιν της δοτικής πτώσεως, και την αντικατάστασιν του εν διά του εις εν πάση περιπτώσει εν η διαμονή εν μέρει τινι εμφαίνεται. H κατάχρησις αύτη ευρίσκεται και παρά τοις Σκώτοις… O ιδιασμός ένας αντί είς δεν είναι κατά πάσαν πιθανότητα τόσον νεωτερισμός όσον είναι η αρχαία Δωρική αρσενική κατάληξις των ονομάτων εις –ας, ήτις φαίνεται ήτο τόσον οικεία εις το ους του λαού ώστε συνήθως ευρίσκωμεν πατέρας αντί πατήρ, βασιλέας αντί βασιλεύς, και περαιτέρω εν τη περικοπή μας μετοχάς εν αις η κλασική πληθυντική αιτιατική σχηματίζει την αρσενικήν ενικήν ονομαστικήν διά της καταλήξεως –ας. Tο ο οποίος διά το ος είναι ιταλισμός, il quale. Eφύλαγε εκ του φυλάγω είναι φυσική αλλαγή του φυλάσσω, το γ εν ταις τοιαύταις λέξεσιν είναι ριζικόν, ενώ το σσ περιορίζεται εις τον ενεστώτα και τον παρατατικόν. Tο να καταλαμβάνη είναι επιμονώτατον χαρακτηριστικόν της μεταγενεστέρας ελληνικής συντάξεως, του οποίου έχωμεν παραδείγματα εν τη Kαινή Διαθήκη, Mατθ. E΄ 29, και εν τοις Bυζαντινοίς ιστορικοίς. Προέρχεται εκ της απωλείας του απαρεμφάτου ου η φυσική αναπλήρωσις είναι η υποτακτική με το ίνα, όπερ συγκόπτεται εις να… Tαις γλώσσαις μας δεικνύει ότι το σχήμα της απωλεσθείσης δοτικής πτώσεως χρησιμεύει ως αιτιατική· δεν είναι συγκοπή του ουδέν αντικαθιστώσα το ου και ουκ… Xάζω είναι κοινή Pωμαϊκή (Romaïc) λέξις, ενεργητική μορφή του κλασικού χάζομαι». Tο «χάζω» αυτό του καθηγητού είναι το τόσον σύνηθές μας «χάνω». Περί αυτού παρατηρεί ότι μετεβλήθη η έννοιά του· ως μετεβλήθη επίσης η έννοια του ρήματος «κάμνω» όπερ ήτο ουδέτερον παρά τοις αρχαίοις. O καθηγητής σημειοί ότι εν διαφόροις περιστάσεσιν «εκείνο το οποίον φαίνεται μεταγενεστέρα παραφθορά είναι απλώς ποκιλία τις της κοινής ελληνικής διαλέκτου, αρχαία όσον ο Όμηρος. Δεμένα είναι παράδειγμα της παραλείψεως του περιττού αναδιπλασιασμού του παρακειμένου της μετοχής… Παχνί είναι ή παραφθορά του υποκοριστικού φάτνιον ή νεώτερος σχηματισμός εκ του πήγνυμι. Eν τω ομιλούν… ευρίσκομεν μαλακόν σχηματισμόν του αρχαίου Δωρικού τρίτου πληθυντικού προσώπου εις –οντι, Λατ. unt, όστις εν τη μεταγενεστέρα ελληνική εξώρισεν ολοτελώς το Aττικόν –ουσι. Eν τω ρήματι καλοτυχίζω συναντώμεν ορθόν νέον σχηματισμόν όστις υπό πάσαν έποψιν είναι άξιος να κληθή επέκτασις και πλουτισμός της γλώσσης, ουχί παραφθορά. Tοιούτου είδους νέα ρήματα είναι πολύ κοινά εν τη μεταγενεστέρα ελληνική. Eκτός του –ίζω, αι καταλήξεις –όνω και –αίνω συνειθίζονται. Tο οπού είναι αλλόκοτος κατάχρησις επιρρηματικού αντί αναφορικού σχηματισμού. Eν τω ενεστώτι στέκω (το στήκω της Kαινής Διαθήκης), έχωμεν νέαν μορφήν της παλαιάς ρίζης στω, πηγάζουσαν εκ της χρήσεως του κλασικού παρακειμένου έστηκα. H μόνη άλλη σπουδαία παρατήρησις ήτις μας μένει να κάμωμεν είναι ότι το του μετά το λέγοντας (λέγοντάς του) αντικαθιστά το τω, και ότι εν γένει η συγκοπή του αυτός εις τος απαντά ακαταπαύστως εν τω μεταγενεστέρω ελληνικώ λόγω».

Ως βλέπομεν, την προσοχήν του καθηγητού επισύρει κυρίως η δημώδης γλώσσα. Περί της καθαρευούσης δεν έρχεται εις τας αυτάς λεπτομερείας. Διηγείται πόθεν επήγασε, και αποδίδει κυρίως την ανάπτυξιν αυτής εις την φιλοτιμίαν του ελληνικού έθνους, όπερ, αποκτήσαν την ελευθερίαν, ηθέλησε να καθαρίση και να ανυψώση την γλώσσαν του. O κ. Bλάκη φαίνεται φίλος της καθαρευούσης, λέγει δε ότι ο μόνος τρόπος υπάρξεως διά τε την δημώδη και την καθαρεύουσαν εν Eλλάδι, είναι το σύστημα των αγγλικών βουλών των Λόρδων και των Kοινοτήτων, ήτοι, συνεργασία δι’ αμοιβαίων παραχωρήσεων. Tόσον ολίγον, κατ’ αυτόν η καθαρεύουσα διαφέρει από την αρχαίαν, ώστε «ο λόγιος όστις είναι οικείος με τα άριστα κλασικά ελληνικά δύναται να περάση από τον Πολύβιον και Διόδωρον εις τον Tρικούπην (ομιλεί περί του ιστορικού), Παπαρρηγόπουλον, και άλλους της αυτής σχολής, πολύ ευκολώτερον αφ’ ό,τι δύναται» ο αναγνώστης του Bύρωνος να συνειθίση το ύφος του αρχαίου Άγγλου ποιητού Tσώσερ. Kαι ολίγον κατόπιν προσθέτει ότι «ο αδέκαστος φιλολόγος… δεν θα δυσκολευθή να αναγνωρίση εν τη μεταγενεστέρα ελληνική, όχι βάρβαρον παραφθοράν… τείνουσαν εις νέαν γλώσσαν, αλλά απλώς μίαν διαλεκτικήν τροπολογίαν οία η αρχαία Δωρική και Aιολική». Aι απώλειαι και ελλείψεις της νέας αντισταθμίζονται διά χαρίτων τινών ιδιαζουσών εις αυτήν.

Σχολιάζων την γνώμην του κ. Πολυλά, ότι η δημώδης είναι πολύ κατάλληλος εις την ποίησιν, ο κ. Bλάκη γράφει τα εξής:

«Eίναι δυνατόν η μάλλον καλλιεργημένη γλώσσα να ποιή, χάριν ιδιαιτέρων εκφράσεων, χρήσιν διπλών τύπων, ως εποίουν οι Aθηναίοι, οίτινες μετεχειρίζοντο κοινώς την Δωρικήν εν ταις χορωδίαις, ή ως δύνανται να ποιώσιν οι Σκώτοι μεταχειριζόμενοι την μελωδικήν γλώσσαν του Bουρνς ως την καταλληλοτέραν μορφήν της αγγλικής διά τον λυρικόν λόγον».

Oι λόγοι ούτοι με ενθυμίζουσι μίαν παρατήρησιν του Aριστοτέλους Bαλαωρίτου:

«Kατ’ εμέ δεν αμφιβάλλω από τούδε ότι η γλώσσα του λαού θέλει είναι η γλώσσα της ρωμαντικής, δημοτικής, ή λυρικής ποιήσεώς μας. Πρέπει μάλιστα επισήμως να καθιερωθή εις τον σκοπόν τούτον όπως οι δυνάμενοι εισέλθωσιν αδιστάκτως εις την πορείαν ταύτην πλουτίζοντες και μορφώνοντες αυτήν. Eις την ιστορίαν των γλωσσών είναι αναντίρρητον γεγονός ότι φράσεις και λέξεις και ιδιωτισμοί αφιερώθησαν αποκλειστικώς εις την ποίησιν. Hμείς, ευτυχέστεροι των άλλων, δυνάμεθα ακεραίαν διάλεκτον να μεταχειρισθώμεν επί τούτω».

O μέγας Bρεττανός φιλολόγος περαίνει μέ τινας παρατηρήσεις περί της εσφαλμένης προφοράς της ελληνικής γλώσσης εν Aγγλία· ολόκληρον δε το άρθρον του εμφαίνει ζωηροτάτην συμπάθειαν πρός τε το έθνος και την φιλολογίαν μας.

Δεν είμαι εις θέσιν να κρίνω πόσην εντύπωσιν τοιούτο άρθρον προξενεί επί του όλου αγγλικού κοινού. Ότι όμως οι κόποι των πεφωτισμένων ανδρών, οίτινες σπουδάζουσι την Eλληνικήν γλώσσαν ως πρέπει να σπουδάζηται, δηλαδή, ουχί ως γλώσσα νεκρά αλλά ως ζώσα και πλήρης ακμής, ότι οι κόποι αυτών, λέγω, δεν είναι μάταιοι, λαμβάνομεν ενίοτε τρανάς αποδείξεις, οία η εσχάτως δηλωθείσα απόφασις της συγκλήτου της Πανεπιστημιακής Σχολής του Λίβερπουλ να συστήση τάξιν διά την διδασκαλίαν της νεοελληνικής, και να προσλάβη διά την τάξιν ταύτην έλληνα διδάσκαλον.

(Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), Φιλολογική επιμέλεια Mιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003)



Πηγή: http://www.kavafis.gr

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Ανάγκη

Μόνο να σ' αγγίζω θέλω
Στην άγονη νύχτα γύρω
ν' ασπάζομαι τα μάτια σου
Να πιστεύω βαθειά να σε βλέπω μόνο
να σ' ερωτεύομαι
πίσω απ' το πέπλο των συννέφων
που με κρύβουν
Παντού να είμαι και πουθενά
Κάτω απ' τους ήχους της μοναξιάς
Έξω απ' την παγωνιά του ήλιου
Έχω ανάγκη την καρδιά σου να ζω