Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

καπέλλο-παλτό-αδιαφορώ για τα αυτιά στον τοίχο

όπως γλυστρούσαν τα νερά κάτω στο συρφετό της πολιτείας
-απέμενα κόμπος ανάμεσα στην άσφαλτο και τον ρυπασμένο αέρα
να στάζω υδρόχρωμα και σάπια μυρωδιά, να γλείφω το παγκάρι των ευχών
και να εξοπλίζω την αγωνία μου αυνανίζοντας τον πόθο μου
για τα αιδοία, για τις συγκρούσεις μέσα στους κόλπους του πιο μεγάλου κόλπου της ζωής-
και δεν φταίω. ευτυχώς οι άνθρωποι ακόμα δεν πετάνε: αλλοιώς σίγουρα θα με είχε πατήσει
κάποιο από τα υπέργεια αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται στην βρώμικη πολιτεία.
δεν έχω νου. έχω υπάρξει πάντοτε παράφρων - φλυαρώντας, περιμένοντας τη σιωπή
και παραμένοντας σιωπηλός ωσότου να με φτάσει επιτέλους η λογόρροια -
θέλοντας και μη παράφρων. δίχως το αιδοίο που ήθελα για να χωθώ μέσα του,
δίχως χρήμα πλαστικό να πιω το αγαπημένο μου ουίσκυ, χωρίς να μπορώ
να αποκτήσω τα μέσα για να κυνηγήσω τους μεγάλους σκοπούς, χωρίς διάθεση πια
να κοιτάξω τριγύρω. σιχάθηκα την βρωμιά εδω πέρα: τα άλουστα συναισθήματα και τις ψεύτικες βλεφαρίδες της γοητείας. σιχάθηκα τον άνθρωπο. σιχαίνομαι εμένα.
ένας φιλόσοφος είχε πει για την κόλαση - ξέρετε, το κλάμπ που κάνουν αδιάκοπα πάρτυ, όργια, μεθούν και αυτοθαυμάζουν τα γεννητικά τους όργανα -, πως είναι οι άλλοι.
κάποιος σεναριογράφος παρήλλαξε την φράση ως εξής: η κόλαση δεν είναι οι άλλοι αλλά η έλλειψή τους. κοντοστέκομαι, ξεζουμίζω τον κόμπο μπας και τρέξει κάτι ακόμα/ ανοιγοκλείνω τα χείλη για να κυματίσει η σιωπή μου/ τελικά σιχαμένοι μου συνάνθρωποι:
οι άλλοι είναι η περίσσεια της κολάσεως...

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Κρατώ ένα μαύρο μαντήλι-
το είχα στο τραίνο να ρουφάει
τα δάκρυά σου
αυτά που έβλεπα να κυλούν
στην πρώτη παραίτηση των ματιών -
είχα το βλέμμα σου στην έγνοια μου
την μυρωδιά που περίμενα να σμίξω
το άγγιγμά σου πάνω μου
τα μάτια που κάποια στιγμη
θα με σκάλιζαν σαν πέτρα
νομίζω έχασα την ώρα
έχασα το δρόμο προς τα σένα
και μέχρι ν' ακούσω
την τριβή στις ράγες
δεν καταλάβαινα
το πόσο μόνος είμαι
βλέπω το μαντήλι πια
να έχει πάρει τη μορφή σου
τα χιλιόμετρα - το βλέπω
έχουν καμπυλωθεί
σε κάτι λιγότερο από χιλιοστό
δευτερολέπτου.
τι γεύση καυτερή
έχουν αυτά τα
μαύρα κολλώδη σου χείλη.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Σαν δευτερόλεπτο

Με σπάς - με ρημάζεις - με γκρεμίζεις
και ξεχειλίζω σαν αμνιακό υγρό
φιλάω τον αφαλό σου
εκρήγνυμαι και πετάγομαι
απ' τις εμπύρετές σου ρώγες.
με σκοτώνεις - με κλέβεις - με συνθλίβεις
μου συστήνεις τον έρωτα
με γεύση πόνου και άρωμα σήψης
μέχρις εκεί που δεν πάει
στ' ανάκατα υγρά των οργασμών σου
στης θλίψης το επιτακτικό σου φλερτ.
με λύνεις - με γλείφεις - με υποτάσσεις
και φεύγεις απλά - σαν δευτερόλεπτο
που μόνο ψέμματα λέει.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Τσαρλς Σίμιτς (Μετάφραση)

Charles Simic

Eyes Fastened With Pins
How much death works,
No one knows what a long
Day he puts in. The little
Wife always alone
Ironing death's laundry.
The beautiful daughters
Setting death's supper table.
The neighbors playing
Pinochle in the backyard
Or just sitting on the steps
Drinking beer. Death,
Meanwhile, in a strange
Part of town looking for
Someone with a bad cough,
But the address somehow wrong,
Even death can't figure it out
Among all the locked doors...
And the rain beginning to fall.
Long windy night ahead.
Death with not even a newspaper
To cover his head, not even
A dime to call the one pining away,
Undressing slowly, sleepily,
And stretching naked
On death's side of the bed.

Μάτια Σφραγισμένα Με Καρφίτσες

Πόσο πολύ εργάζεται ο θάνατος,
Πόσο μακρά μέρα ξοδεύει
Κανείς δεν ξέρει.Η μικρή
Σύζυγος πάντοτε μονάχη
Να σιδερώνει του θανάτου την μπουγάδα.
Οι όμορφες κόρες
Να στρώνουν του θανάτου το δείπνο.
Οι γείτονες να παίζουν
Πινάκλ στην πίσω αυλή
Ή απλά να κάθονται στα σκαλοπάτια
Πίνοντας μπύρα. Ο θάνατος,
Στο μεταξύ, σε μια περίεργη
Γωνιά της πόλης ψάχνοντας
Για κάποιον με άσχημο βήχα,
Μα η διεύθυνσή του με κάποιον τρόπο λανθασμένη,
Που ούτε ο θάνατος δεν βγάζει άκρη
Ανάμεσα από τις κλειδωμένες πόρτες...
Κι η βροχή ν' αρχίζει να πέφτει.
Νύχτα μακρά ανεμώδης μπροστά.
Ο θάνατος δίχως μιαν εφημερίδα
Το κεφάλι του να καλύψει, ούτε
Μια δεκάρα να καλέσει αυτόν που μαραζώνει,
Που ξεντύνεται αργά, υπνωτισμένα,
Και  τεντώνεται γυμνός
Στο κρεββάτι, απ' του θανάτου τη μεριά.
Τσαρλς Σίμιτς: Αμερικανόφωνος ποιητής, γεννημένος το 1938 στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας. Σε ηλικία 15 ετών μετανάστευσε στις Η.ΠΑ. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσα'ι'ρ, του οποίου είναι πλέον επίτιμος καθηγητής.

Έχω κάτι στα χέρια, μα δεν ξέρω τι...
όλο κάτι κρατώ μα ξεγλυστράει. κάτι τόσο ανοίκεια γνωστό που με ανατριχιάζει.
όπως η διαδοχή των ημερών και των νυχτών
- που τις αισθάνομαι να περνούν από πάνω μου
αλλά δεν μπορώ να τις αγγίξω. όχι με τα χέρια που βλέπω στο κορμί μου
ή τα χέρια που ψαύουν κάθετι το αέρινο, το άυλο -
τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να ασπρίζουν
και η σάρκα μου πιο αδύναμη πλέον, δεν αντέχει τα τραντάγματα του κόσμου.
βλέπω με άλλα μάτια, ο,τιδήποτε παλιά έδειχνε να' χει νόημα.
υπάρχει νόημα; υπάρχει αλήθεια σ'αυτή την ανακύκλιση των πάντων;
υπάρχει λόγος γι'αυτήν ακόμα την ανακύκλιση της θλίψης;
τα δάκρυα γιατί δεν ανακουφίζουν το ίδιο; τα βλέμματα γιατι άλλο πια δεν
συνταράσσουν την ψυχή; οι μέρες και οι νύχτες δεν γεννούνε άλλο προσδοκίες...
αυτή η προσμονή για τη ζωή έχει μετατραπεί σε ρουτίνα
σε έναν γίγαντα φοβερό που το κορμί του είναι ολάκερο μια μαύρη τρύπα.
είμαι ξένος μέσα σε μιαν έρημο, όπου γνωρίζω όλους τους δρόμους
όλα τα μονοπάτια, κάθε όαση, κάθε αμμόλοφο, κάθε νεκροταφείο της.
κι όλο γλυστράω κι εγώ μέσα στην έρημο, όπως η άμμος με την πρώτη ανάσα του ανέμου
/ίσως απλά να ανατριχιάζω τον κόσμο με τον νου μου
ίσως να είμαι μόσχευμα ασύμβατο με τούτο το κορμί
ίσως... δεν ξέρω πια τι άλλο/
δεν βρίσκεται και κάποιος άλλος για ν' ακούσει τούτα τα λόγια.
ποιος άλλωστε θα έδινε βάση σε ασυναρτησίες, εν τω μέσω της ερήμου;
κι όλο αισθάνομαι να με ρουφάει ο κόσμος, αυτή η αμετανόητη κι ακούραστη μαύρη τρύπα.
ακόμα έχω κάτι στα χέρια, μα δεν ξέρω πού βγάζει...