Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Δίχως Τίτλο

Κερί ενάλιο στα δευτερόλεπτα λιώνει
φθίνει σε τοίχου σκοτεινού την ρίζα
σοφία έγινε το νερό λίγο πριν
βαθμοί 0 κελσίου σταθούν ορθοί
παραφθορά μια κρυσταλλική σκόνη
σιγοψυθιρίζοντας στην Μήτρα
η αγωνία μετριέται σε έτη φωτός


Απόσπασμα από ανέκδοτη συλλογή

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Χασκόκακτος

Μέρισμα τόπου γράφω
μεταλλικό χέρι
π' αστράφτει βροχή

όχι μα όχι
χι και ω και μα

κουρτίνα στραφτάλισμα
συρμάτινη σπονδή
στον άσπονδο δοθιήνα

κασσίτερος

μάτια χείλη μες στην αυλαία
πυρώμενη χλεύη γιατί

μετανιώνω αν αγαπω
δίχως τόνο
και σφουγγίζω με κεντρί
την φλέβα

ανυπολογισμός τάξης ανανδρεία
μες σε ζωμό από ενέργεια ζω

κι άλλος ζει σε δαχτυλήθρα
με μέλι και κερί απύθμενος

αρύω φιλί αμύθητο
πλατάγισμα καθώς σε μιαν κεραία
μεγάλος και μικρός
εσύ

μελανή μαινάδα στριφογυριστή
σαν όμιλος κυκλώνων

ο εισέτι οφθαλμός
για το οράν φάος ηελίοιο
σε μπαρ υπέρυθρα

ποθώ

κι αν έστω ψαχούλεψα
μες στης μονάς το εν
πίσω απ' τον ποδόγυρό σου
τρέχω
γυνή δρομάς

για έναν γαλακτούχο
μεροβίγγειο
έρωτα

ψέμμα χωρίς
ελπίδα χωρίς
μα πάνω απ' όλα
δίχως

δεσμά δάκρυα δεμένα
τ' αμνημόσυνα θλίμματα

Επί.στημονικόs_κατά.πέλτηs_

Και λέει σπάσαν το φράγμα του φωτός
σιγά τ' αυγά - τους πήρε και 57 χρόνια -
εκείνος δε ο Μέγας Πελταστής Ανδρονίων

αναρωτιέμαι: γιατί δεν βρήκε ταίρι
μ' έναν ανάλογο Γυναικονίων
κι εκείνα τα περίφημα γλουόνια
για δεν τα κάναν γλουτόνια
να έχει ένα άλλο σασπένς;

μα καλά εδώ τριγύρω πέσαν βόμβες
η ώρα τρέχει πιο γρήγορα
οι μαύρες κελεμπίες με τα αυτόματα
κι οι γραβατωμένες φίδες σφίγγουν
τα λαιμάρια των κατατρυχομένων

σκάφανδρα με καρφιά εφαρμόζουν
στα πυρηνικά εργοστάσια
και γιορτάζουμε τα ραδιενεργά φώτα

μια τρέλλα σάς λέω μια κουφαμάρα

γρανάζια και γρανάζια γυρνούν
να γεφυρώσουνε το χάος/ ο ήλιος ζεματάει/ εγώ
δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη
τα ζώα είναι βαμμένα άλλο χρώμα
και παντού γύρω αρώματα συνθετικά
εκείνος ο αστρολάβος των Αντικυθήρων
έχει χαθεί μέσα στην μαύρη τρύπα
που ξεβρασε το σύμπαν κάπου
στον εξηκοστό έκτο παράλληλο

κούφια η ώρα

μα μην χολοσκάτε: κάποιος θα βρεθεί να μας σώσει
από τον βέβαιο καταμερισμό των αχθών
ίσως ο από μηχανής των αρχαίων
[κι αυτός ο Πελταστής όλο να ξεπετάει Ανδρόνια]

τα γυαλιά μου τα φοράω πια μόνο στον ύπνο
να βλέπω τι γίνεται στα όνειρά μου
μόνον τούτο με νοιάζει πια
- όταν είμαι ξύπνιος όλα γύρω είναι σαν ύπνος -
και η νωθρότητα με κατηγορεί για νωθρότητα
ας είναι και τα χαπάκια του γιατρού τα έχω

πάντα εν τσέπη

λαχταρώ να ανακαλύψω το κυκλόνιο
[μα τι λέω; η φύση ήδη τόχει ανακαλύψει
κι είναι μύκητας που μασουλάει τα δέντρα]
ένα άλλο κυκλόνιο θα βρω εγώ
το σωματίδιο εγκλωβισμού της ανθρώπινης ύπαρξης
κι ας με εγκαλέσουν πως είμαι τάχα
ενας ακόμα τρελλός επιστήμων
λες και δεν μ' έχουν κατηγορήσει ξανά για παράφρονα
μεγαλοιδεατισμό: μα τι ξέρουν οι αχρείοι;

θα τρομοκρατήσω τα ποίμνια λέγοντας
πως εγώ στον ανθρώπινο πόνο περίκειμαι
κι ας αντιλογίσουν

κι εσείς περισπούδαστοι και φαφλατάδες
ρωτήστε τα υπογάστρια και τους κόκκυγές σας
καθώς θα γλείφετε το μαλλί και την εγωπάθειά σας
στους καθρέφτες περιωνύμων εργαστηρίων

αλήθεια; το φως πίσω από το φράγμα
θα τ' αντικρύσουμε ποτέ;

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Φωτο.γραφία

Καλτ

καταστροφή

πυροτεχνουργήματα

κορώνεται η πόλη
σ' έναν χορό από φλόγα

σταχτοκάρβουνο
τα πατημένα βλέμματα
στα οδοστρώματα

οι τσιμεντόπλακες
χαραγμένα ποιήματα
και θούριοι θριαμβικοί

ιππείς σε ηχοκάνονα
ψαλμωδιές και κρότοι
από βόμβες πανικού
μιας κοινωνίας
ακοινώνητης

συγγνώμη μάνα και πατέρα

που πεθάνατε
πριν 100.000 χρόνια

οι καρδιές πια
φοράνε σωληνάκια
και επίχρυσα μικροτσίπ
είναι στη μόδα

τα κρόταλα
ρυθμοδοτούν τον ένθανο
δρόμο

σαν νερά στεγνώνουν
οι έρωτες από τα χείλη

φωτιά
καρδιά
χυμοί από μίσχους
προδοτών

αργεί εκείνη η νύχτα
αργεί εκείνη η μέρα

κι ένας παππούς
πούχε φανεί κάποτε
σε μια γωνιά του δρόμου
ενώ σημαίες καπνούς
ξεπνοούσαν
και χέρια εξοστράκιζαν
αντίπαλα μάτια

ψιθύρισε
μ' αργή βαρειά φωνή

τούτος ο κύκλος είναι
κι αυτή η επιταγή του Κόσμου

οι επαναστάσεις νεαρές
να πεθαίνουνε

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Αναμνήσεις της Τροίας

Τον γεννήθηκα τον έμπιστο θρίαμβο
τον Πρίαμο της Τροίας
που μαζί με τους στρατιώτες του
τραγουδούσαν ιάμβους
και σκαλίζαν επιγράμματα
από χαμένους νεκρούς
στ' αποκαΐδια της τερατωμένης τους πόλης
κι αν καθάρια ξεχώρισα τους κινδύνους
και ξέπλυνα στο αίμα την τιμή μου
αναλογίστηκα το τίμημα
του να πλαγιάσω μαζί σου σε μια κλίνη
και να σε ξεπατώσω στην ηδονή
ή μήπως να πάω να πλυθώ κι ίσως
πνιγώ εκουσίως στα νερά του Σκάμανδρου
άκρη δεν έβγαλα
πετάγονταν όπλα φωτιές - που οι μετέπειτα
ονοματίσαν λέηζερ - και διέκρινα
στις παρόδους μεταλλικά αγάλματα
ξακουστά φονικά εργαλεία των Τρώων
να χάσκουν περιμένοντας
το τσαλαβούτημα στον θάνατο
πολεμοχαρή όντα κατ' εικόνα και
καθ' ομοίωσιν
τι τα θες; ανέβηκα σε ένα από τα πλοία
που πετούσαν
- ελάχιστα είχαν μείνει αχάλαστα -
και βάλθηκα να κολυμπήσω
μακριά στους ουρανούς
ούτε με σένα ήθελα να πάω
ούτε να χωθώ πίοτερο μέσα σε ξένον πόλεμο
και να με κλαίνε μετά
με δάκρυα μαύρα και να καίνε
μυρωδικά και φύλλα για να
γαληνέψει η ψυχή μου
ίσως μονάχα να 'πρεπε
να βρέξω το κορμί μου στα ποταμίσια τα νερά
της πόλης παραπλεύρως
- που όπως λέγανε διέρρεαν
θαυματουργά και φρέσκα -
κι αποκάθαρος και αγνός
να ψάξω έπειτα σ' άλλες χώρες
την τέχνη μου να βρω
την ομορφιά κι άλλες γυναίκες
που ίσως νάχουν μπέσα
τον γεννήθηκα τον άσπιλο θρίαμβο
και συγχώρα με καλή μου
μα λέξη απ' όσα είχες είπες
ποτέ μου δεν πίστεψα

Γνώριμη αφή

Το τέλος είναι μια έκλυση της στιγμής
καθώς το σ’ άγγιζα τα χέρια
τεντώνεται στην άκρη της καύτρας
το έρρωσο έμοιαζε με απαγχονισμένη πεταλούδα
στην σμίλη του ιστού μιας αράχνης
κι απ’ την στιγμή που έλεγες
ξένες λέξεις και δεν τα καταλάβαινα όλα
έμεινα να κοιτάζω βαθειά
μες στον πυρήνα της φωτιάς – προτού
να γίνει στάχτη
το τέλος είναι σαν προπατορικό αμάρτημα
μιας θρησκείας που δεν πιστεύω
γιατί απλά με κάρφωσες στην άκρη
ενός πίνακα με ζωγραφισμένα παιδικά χαμόγελα
κι απέμεινα πέτρα από το δέος
η καύτρα ανασταίνεται μέσα μου
κάθε που νυχτώνει και πεθαίνει ξανά
μόλις ανοίγω τα μάτια μέρα μεσημέρι
καταθέτω τα εναγίσματά μου
για στάχτη μόνο με υγρασία απ' τις ρίζες
των ματιών – αφού μόνον ετούτα με νοιώθουν
κι αφήνω με τον καιρό να φυτρώσουν
στα χέρια μου οι εικόνες σου σαν λειχήνες
ο υπολογιστής καίει σαν τσιγάρο
μέσα έξω τα μικρά τυμπανισμένα μου κύτταρα
κι αφού ο δρόμος έξω σαν φλέβα με αίμα
πονοκέφαλο μου φέρνει
λέω ν’ αποτραβιέμαι απ' την οθόνη
όποτε βρέχει
έτσι σαν μια μικρή ηδονή καταθλιβής
το τέλος είναι σαν μια μπανιέρα με έκσταση
γεμάτη γεμάτη και γεμάτη που όσο
σταματά να στάζει η βρύση
τόσο πιο επίμονα γεμίζει
ώσπου ξεψυχισμένη να ξεχειλίσει και να χυθεί
στα γύρω τετριμμένα πλακάκια
τα δάκρυα ναι είναι φωταύγειες υπέργηρων ανδρών
που συρίζουν ξεπαστρεμένες στα βλέμματα
καθώς κρημνίζεται το χέρι
και τα δάχτυλα όσο κρεμιούνται σαν στήθη γυναικών
που κουράστηκαν απ’ τον καιρό και καθιζάνουν
το ερωτεύομαι υπάρχει στην απουσία
και πιο πολύ φουσκώνει
όσο τα μάτια σου απέχουν απ' τα δικά μου
το ερωτεύομαι κοχλάζει στον βραστήρα
κι εξατμίζεται
τρυπώνει σαν σφαίρα στο κορμί
όπως ακόμα το τέλος
έρχεται σαν ευεργέτης
να μετουσιώσει την καύτρα σ' επιχθόνια θεότητα
γήινη λασπερή λυτρωτική
το τέλος λοιπόν ο έρωτας κι εγώ
είμαστε το ίδιο πράμα

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Μια μαριονέτα αφηγείται

Γεννήθηκα μαριονέτα

πεθαίνω μαριονέτα

παθαίνω κατάθλιψη όταν με γρατζουνάει το σύρμα απ’ όπου κρέμονται τα μέλη μου ή όταν ο σπάγκος τυλίγεται γύρω από το λαιμό μου. μα όταν έρχεται η ώρα της παράστασης τα ξεχνάω όλα και απλά παίζω. με τον καιρό κατάλαβα πως μια μαριονέτα την βολεύει να την κινούνε άλλοι – είναι πιο ξεκούραστα έτσι – και πάντα μετά το τέλος της παράστασης πηγαίνει για ύπνο˙ οι μαριονέτες λατρεύουν τον ύπνο. είναι ακίνδυνα τα όνειρα όταν κοιμάσαι. όμως κάπου κάπου δαγκώνει το κορμί μου ένας σκώρος από μέσα – πράγμα παράδοξο γιατί είμαι φτιαγμένη από ξύλο κέδρου -- και μοιάζει σαν να φαγώνει τα σπλάχνα μου σκαλίζοντας μια σπείρα ενώ ανεβαίνει ολοένα προς το κεφάλι μου. με τρομάζει πολύ αυτός ο σκώρος κι όλο πασχίζω να ξεχνιέμαι βάζοντας το μυαλό μου να επαναλαμβάνει βασανιστικά τις κινήσεις ή τα λόγια των παραστάσεων που πρωταγωνιστώ. είναι επίσης ξεκούραστο το να μιλάει κάποιος άλλος για σένα -- έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πολύ πολύ κι απλά επαναλαμβάνεις μέσα σου τα λόγια του -- ακόμα κι αν αυτός είναι κάποιος που δεν γνωρίζεις. ο σκώρος λοιπόν κι αυτός ο άλλος: αυτοί πρωταγωνιστούν στην δική μου παράσταση ενώ εγώ γίνομαι θέαμα στις παραστάσεις των άλλων. ένας κύκλος πάνω σε έναν κύκλο κι αυτοί πάνω σε έναν άλλο κύκλο και πάει λέγοντας.

Γεννήθηκα μαριονέτα

πεθαίνω μαριονέτα

καμμιά φορά υπάρχει στο κοινό ένας θεατής που συλλαβίζει λέξεις που δεν μοιάζουν με τις λέξεις των άλλων. μιλάει σιγά κάνοντας γκριμάτσες προσπαθεί να ακουστεί μα το βλέμμα του θάβεται κάτω από τα αχόρταγα βλέμματα των άλλων -- αχόρταγα για θέαμα για χρώμα για υποβολή. όμως εγώ βλέπω τα πάντα ασπρόμαυρα μέσα από τα μάτια που μου ζωγράφισε αυτός ο άλλος. ο σκώρος συνεχίζει να με σιγοτρώει και νοιώθω υγρασία να γεμίζει τους πόρους μου. το οξυγόνο καίει τα κύτταρά μου κι ένα άγχος κυματίζει σαν σημαία παντού γύρω μου. ρίχνω κλεφτές ματιές στον άνθρωπο αυτόν που πασχίζει κάτι να μου πει κάτι να δείξει και με κάνει να αναρωτιέμαι. σχεδόν πάντα όμως ένας φόβος τυλίγεται ξανά στο κορμί και το μυαλό μου και αποστρέφω το βλέμμα -- είναι κι ο ρόλος βλέπετε απ’ αυτόν εξαρτάται η ζωή μου. μα ποια ζωή; υπάρχει ζωή; είμαι από ξύλο κέδρου σας είπα˙ παρόλαυτα έχω έναν σκώρο που με μασουλάει λέω λόγια που δεν καταλαβαίνω και ο κόσμος μου είναι η σκηνή – πόσο θα ’θελα να καθίσω απέναντι για λίγο, να βρεθώ στην αντίθετη πλευρα. κι όμως η θέληση μου δεν φτάνει μέχρι εκεί˙ θέλω πάντα να είμαι η καλλίτερη στον ρόλο μου. αυτό κάνω -- αυτό μου έχουν μάθει κι όσοι πέρασαν από δω πριν από μένα. «το βασικό είναι να είσαι η κατάλληλη για τον ρόλο σου» έτσι με δίδαξαν. και δεν παραπονιέμαι˙ η αλήθεια είναι ότι παρόλο που θα ήθελα να βαδίσω δίχως χαλινά έξω από την μικρή σκηνή μου ή από το ξύλινο μου κουτί να αισθανθώ να με γλείφει η βροχή ή να αχνίζω κάτω από τον ήλιο να βρω ίσως κάποιες του είδους μου από άλλα μέρη και να μάθω πράγματα που ποτέ δεν είχα φανταστεί η αλήθεια είναι ότι παρολαυτά περνάω καλά. εξάλλου μετά από κάθε παράσταση αυτός ο άνθρωπος που ξεχωρίζει από τους υπολοίπους φεύγει αθόρυβα – σαν φάντασμα – και χάνεται. μερικές φορές με μια θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο καθώς προλαβαίνω φευγαλέα να διακρίνω και μοιάζουν τα μάτια του με τα δικά μου μάτια. τι τα σκέφτομαι όμως αυτά τώρα; αισθάνομαι να με τραβάνε από ψηλά -- μάλλον ήρθε η ώρα για ύπνο.

Γεννήθηκα μαριονέτα

κοιμάμαι μαριονέτα

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Νυχτερινή βόλτα

Ψύχρα και μια κατεστρ όψη περπατώντας δίπλα δίπλα
στο ακριβό σου αυτοκίνητο πετρόδρομος και μια υποψία
από γιορτή φωνές δεν ακούω φωνές φωνές φωνές
ακούω σαν φασματοφωνές καθώς οι μπότες μου παίζουν
με τα πετραδάκια έξω από την πόρτα σου
τα πετραδάκια που εσύ πατάς καθώς βγαίνεις
ιδρων νώνομαι καθώς υπόγεια σχάση γίνομαι
στην γωνιά του σπιτιού σου να χαμογελάς μέσα άραγε
να αγαπάς να φυτρώνεις χαρά στο οξυγόνο που
σε τριγυρίζει να κολυμπάς θάλασσα στα σπλάχνα του
τσιμέντου γύρω γύρω γυρνάω φως εκ σκότους
εκεί που μ' άφησες να τριγυρνάω δίχως λόγια
δίχως ένα βλέμμα να με σκάβει δίχως όρμο ώση κορμό
εκλειπαρώ όπως βρω να πετάει μια τρίχα σου στον αέρα
να 'ρθει να ξαπλώσει πάνω στα βλέφαρά μου
κι από το βάρος να λυγίσουν να κλείσουν για να σε δω
γύρω γύρω η νύχτα ήχος με σφίγγει και ξεχνάω
πως κάπου αλλού κάποιος άλλος με άλλον τρόπο
σε τυλίγει μέσα του και μάγμα λιώνει σαν παθώνεται
διαρκώ λίγο όσο οι λέξεις σου όσο εσύ λυγμο αδιαρκώ
κι όμως εκτείνεσαι στο άπειρο ενώ εγώ προσπαθώντας
να μάθω τα μαθηματικά σου γον υψωμένος
ψάχνω το ρ και το α στην αμνησία ζώντας

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ερωτικόν (β)

Είναι τα όνειρα καρφιά που ξετυλίγονται στους υδρατμούς μου καθώς καθώς τα μάτια σου γαλάζια ξεχύνονται στις φθινοπωρινές ακτές κι είναι το σχήμα με τους αριθμούς την γεωμετρία και τον υπόκωφο ήλιο που γλιστρά αργά μες στον εσώτερό σου κύκλο μαζεύοντας τα κύτταρα μεταμορφώνοντάς τα σε έρωτα απ' την αρχή στην άλλη αρχή κι από το τέλος στο άλλο τέλος όπως να ζυγίζεται πόθος και θάνατος κι είν' ο έρωτας το τερτίπι που μας άφησε η φύση για να ξαγρυπνάμε την μέρα και να ξεπροβοδίζουμε αυτό που θάρθει σαν με κοιτάς σκαλίζοντας στην μνήμη να δεις πού παραπάτησες κι εγω σαν συλλογιέμαι τα μαύρα βουνά που διέσχισα για ν' αποτεθώ στεγνός μπροστά στα πόδια σου τούτα τα μαρμάρινα πόδια με τις παλλόμενες φλέβες σχεδόν μού κανε την χάρη ο ουρανός και κομματιασμένος πάνω στ' αγκάθια και τα συρματοπλέγματα αντίκρυσα το βλέμμα σου ξεχωρίζοντας το αίμα και την ποίηση στην φωτογραφία της κοινής μας γέννας εκεί που η ωορρηξία κράτησε 25 χρόνια πριν βρέξει σταγόνες από φως να χαράξουν την σάρκα μου ακούγοντας την καρδιά σου να ριγά στο προσκέφαλό μου είναι καρφιά τα όνειρα και το ξέρουμε καλά κι οι δύο μα αν το θελήσεις θα τα καρφώσω όλα πάνω μου και θα ραντίσω μ' αλάτι τις πληγές για να αντέχω θα ζεστάνω τα παγωμένα σου χέρια με δάκρυα και φωτιά απ' τον καυτό μου άξονα τον άδειο από πλησμονή και έρωτα δίχως να μαρτυρώ τα μυστικά που σε καθορίζουν θα τα καρφώσω όλα τα καρφιά και θα κάνω λουλούδια τα όνειρα να τα μυρίζεις και ν' ανασταίνεσαι κι αφου γύρω ο κόσμος θάχει κρουνούς τα στόματα θα σμιλεύσω στην καρδιά μου το πρόσωπό σου για να συναντάς βαθειά το βλέμμα σου ενώ εγώ θα σ' αγαπάω

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

ν.

Μια γυναίκα έφυγε αφήνοντας κάτω στο πάτωμα ένα μαντήλι μια φωτογραφία κι ένα απαγχονισμένο τριαντάφυλλο κάποια κομμάτια της δίχως αμφιβολία είχαν αυτοκτονήσει αφήνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στην μέσα μεριά της πόρτας έτσι κι αλλοιώς τα πάντα ζεσταίνονται φεύγοντας


[από την συλλογή: ηχώ στο όχι]

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Κάτωθεν της Σημύδος

Ευτυχισμένος σαν καρδιές
μες στον βυθό της επιφάνειάς σου
να ξεσκαρτάρει την σιωπή
απ' τα στεγνά τα λόγια
μέσα στην ομίχλη
την ξαστεριά
την βροχή
ή το λουτρό του ήλιου
είχε κάποτε μάτια που τα ξάπλωνε
πάνω στα στήθια σου και δρόσιζε
στην πνοή σου την ξεραμένη σάρκα
που του αφυδάτωσαν τ' απύθμενα
στόματα των ανθρώπων
ευτυχισμένος σαν καρδιές
θυμόταν πως είχε κάποτε μια δική του
να χτυπάει χορεύοντας
στον ρυθμό των λέξεών σου
πλημμύρα
να βλέπεις μάτια μέσα
στα μάτια σου
να πλέκουν την ίριδα με την κόρη
ζευγάρι με ζευγάρι καθώς
το φως και το σκοτάδι
παντρεύουνε θνητό
κι αιώνιο
και με γερασμένες κληματίδες
δένουν στο άρμα του θανάτου
τον έρωτα και την πίστη
ευτυχισμένος σαν καρδιές
χτυπά την παλάμη στους βράχους
φωνάζοντας τ' όνομά σου

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Ποίηση

Ποίηση είναι να καπνίζεις ένα τσιγάρο, σε ένα δωμάτιο μόνος σου, και να έχεις κάτι να πεις.

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

λέξεις

Να
σε
κρατώ
ήταν
φωτιά
να
σε
γυρεύω
ήταν
έρωτας
να
σε
χάνω
ήταν
πάντοτε
η
επόμενη
μέρα



Το
παιχνίδι
δεν
ξέρω
να
το
παίζω
στην
άκρη
κάθομαι
περιμένοντας
σαν
βροχή
πίσω
απ'
την
κουρτίνα
του
ήλιου



Κλειδιά
που
δεν
χωρούν
σε
κλειδαριές
καρδιές
βιδωμένες
στα
ελαστικά
πλατώματα
που
χάσκουν
στον
ουρανό
η
ύλη
ποια
ύλη



Γυμνή
κοιτάζοντας
στον
καθρέφτη
το
άλλο
της
μισό
ξαναμμένη
στο
πρόσωπο
στο
αιδοίο
στα
στήθια
στις
μασχάλες
ηδονή
και
συνάφεια

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Κήπος μια αόρατη φυγή δίχως την ξύλινη όψη της αφής να φύγω στην σιωπή όπως χτυπάνε οι πέτρες στους ήχους και κροταλίζουν τα χαμόγελα στον ψεύτικο ήλιο διαρκώς υπάρχω στην απουσία στα διαχυμένα περιλαίμια των μαργαριταριών μακριά από ανθρώπους είναι η αρρώστεια μας η διάσπαση και τα ομόσπονδα κύτταρα πάντα πεθαίνουν συγχώρα με που άφησα τα μάτια μου να γυμνώσουν το κορμί σου και εκπορνεύτηκα στις σάλπιγγες αδιαφορώ
δεν με νοιάζει κάτι πέρα από την λησμονιά σου την υγρή κι ας μην πιω ποτέ από το ποτό της θάλασσας η διαφθορά είναι που κοκκινίζει τα σεντόνια κι όχι το αίμα και δεν δολοφονούν από συμφέρον αλλά απο συνήθεια σιώπησε ξανά εσύ απόφυγέ με τα συρμάτινα αγγεία θα ξαναλιώσουν και θα χαθεί η μορφή μου στα συνεργεία επιδιόρθωσης στο τίποτα που προστάζει η μηδαμινή σου μοίρα προσχώρησε την γέννηση των λουλουδιών στα σίγουρα χαμένη την έχεις.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Μέχρι να γίνω κόκκαλα

Μέχρι να γίνω κόκκαλα
μέσα σε αναμνήσεις που τρίζουν
θα ζω την φωνή σου
τις διακοπές ανάμεσα στα λόγια
τους δισταγμούς, τις παύσεις
τους κυματισμούς των τόνων
τα νοήματα που κολυμπούσανε
στο απέραντο - στο πριν και το μετά
του θανάτου, του έρωτα.
θα ζω τα μάτια που χόρευαν
στα μάτια μου, σαν έψαχναν γωνιές
για να πιαστούν και να χορτάσουν όψη.
η κόψη και οι αρμοί και
των σταγόνων η αφή κι οι οσμές
σαν εικονίσματα όλα που την πίστη
περιμέναν για ν' ανάψουν.
μέχρι να γίνω κόκκαλα θα ζω
την προσμονή, την έρημο μες σε προθάλαμο
ερήμου, την μια στιγμή της ύπαρξης
που αξίζει, την ζωή που θ' αναβλύσει την ζωή
την σάρκα που θα περιμένει χώμα
τον πάγο που την φλόγα θα την λιώνει
την έκρηξη που θα ενώνει τα κομμάτια.
θα ζω τα χέρια που σκαλίζανε τα χέρια
ενώ το πάτωμα γλυφό, καθώς
θ' αναμετρώνται με την επερχόμενη σιωπή
εκλιπαρώντας για λίγο ακόμα άγγιγμα.
την γλώσσα που ανεβοκατέβαινε θα ζω
για να ρουφήξει τ' οξυγόνο απ' τις ρωγμές
για να σκληρύνει την καθημαγμένη ανέχεια
αδιαφορώντας για αποστάσεις
ή το πόσο κοστίζει το μέτρο η ηδονή.
μέχρι να γίνω κόκκαλα, σε άρωμα πεύκο
βουτηγμένα, θα ζω τα μάτια, την φωνή
την γλώσσα και τα χέρια
από κείνο το ύφασμα φάντασμα
πού 'ντυνε με λυτρωμούς και παρατάσεις
κάθε παράλογη - στερφή μου επιβίωση.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Θάνατος

Στο δεξί σου μάτι αντίκρυσα την ακρογωνιαία παγοκολώνα. ο συρφετός των μικρών ζοφερών κατοικιδίων σου, με την αγέρωχη τριχωτή τους μεμβράνη να ανεβοκατεβαίνει στο πελματικό κρανίο μου, έβαλε στον νου μου ξανά εκείνες τις εικόνες από τον καιγόμενο οίκο του Ταρκόφσκι, από την κατσαρίδα του Κάφκα, που αναμόχλευε τις στιγμές της ζωής της - όσο ακόμα φορούσε παντελόνια – κραδαίνοντας τις ίνες της πείνας και λυσσώντας για λίγο ενδιαφέρον από όσα πρόσωπα αχνοθυμόταν για οικογένεια. τα πλακάκια ανέσυρα, που είχα περπατήσει στην βρώμικη πόλη, ψάχνοντας λίγο νόημα στην παλέτα του ζωγράφου και στα λόγια του κλόουν, ερχόμενος να σε βρω, κι ενώ τρυγούσαν το μυαλό μου οι νότες Σοστακόβιτς (από την Πέμπτη Συμφωνία κατά Μπερνστάιν). τίποτα˙ μονάχα τίποτα κυοφορούσαν οι ώρες: σαν επιδημία σπερματική να κρέμεται στα βλέφαρα του ναρκισσισμού της Πόλης σου. όχι, δεν κατάφερα να δω τους κρεμαστούς κήπους της Άνω Πόλης, γιατί καθώς έχασκε το βλέμμα μου απάνω στην συρμάτινη θέα, με έσπρωξαν με κλωτσιές και μπουνιές και γκρεμίστηκα από κάτι σκάλες καθώς ξημέρωνε. απελπισμένος σκάλιζα τα σκουπίδια για να βρω λέξεις και νόημα ό άντρας με τα μαύρα είχε φύγει; ο άντρας με τα μαύρα ήμουν εγώ; κι εσύ μια αθώα κούκλα που έσπερνε μολύβι και μολυσματικό ουράνιο στους ξεραμένους ουρανίσκους υποψήφιων αποχαυνωμένων εραστών. ο Μπουκόφσκι έφτυνε πουτάνες και τον άθλιο αστικό καθωσπρεπισμό [σε μια χώρα που το να πουλάς την μάνα σου είναι προτέρημα και να σκοτώνεις για χρήμα ή δόξα η αδρή επωδός της επιτυχίας. καλαίσθητα ρούχα και ακριβές μάσκες αν φοράς – η τελευταία λέξη της μόδας]. μα, ο άθλιος δεν τον πίστευα, δεν τον πίστευα… και ήμουν τοποθετημένος εκεί, στην άκρη όλων των προσώπων, να φυλάω κάποιες θερμοπύλες πούχαν νόημα. και να πονάω και να ξαγρυπνώ και να λησμονώ και να τρυπιέμαι από σπασμούς και να σιωπώ. κι όλα τα πρόσωπα να με φτύνουν˙ να με φτύνουν με σάλιο, φλέματα, αίμα, αποστροφή και ανακατωμένη περιφρόνηση. εμετικό υγρό της παραφρονούσας υπερηφάνειάς τους. ο ίλιγγος σαν ταπετσαρία στο μισογκρεμισμένο κτήριο που συνηθίζουν να ταΐζουν τους φρουρούς. μα, δίσταζα να πιστέψω, ο άθλιος δίσταζα…

τον Θάνατο τον αντίκρυσα στο αριστερό σου μάτι. λίγο παραδίπλα από κει που το μικρό παιδί έπεσε νεκρό επάνω στην φωτιά του κήρυκα. από κει που κάηκε σαν χαρτί και η διάφανη στάχτη του εκρατούσε το σχήμα του σώματός του. κι η μάνα του τον κοίταζε ψηλά και κατάνευε. φαινόταν ευχαριστημένη και αναπαυμένη. ο θάνατος - όπως κι ο ουρανός – πάντα βρίσκεται μέσα στα μάτια. στα υπόγεια γλεντάει ο σπαραγμός, τρέφεται με φως κεριών, παραπεταμένο αλκοόλ και μπόλικη ψεύτρα ποίηση. και πάντα ξέρουμε τι επακολουθεί: μετά την απογραφή γίνεται πάντα πόλεμος. πάντα! το έχουν πει άλλωστε κι οι Τζόυ Ντιβίζιον, «η αγάπη πάντα θα μας σχίζει στα δύο», σαν κεραυνός˙ σαν κεραυνός που πέφτει και θερίζει την πίστη για μιαν άλλη τροπή, ένα άλλο σχήμα, για άλλα, καινούρια θεμέλια, που θα μπορέσουν κάποτε να εμπεριστατώσουν την ύπαρξη. μιαν ύπαρξη που κοχλάζει κάτω από τα βρύα και τις λειχήνες και τα λοιμώδη νοσήματα των παγετών. αφρός/ κι αφρίζω/ και λιμάζω/ και τραντάζω/ και παραπέφτω/ και λιμνάζω στα χαλασμένα νερά της λίμνης: της λίμνης υποθήκευση. Έρημος ονομάζεται ό,τι χωρίζει αυτό που είναι άνθρωπός από αυτό που δεν είναι άνθρωπος. μα ποια γυάλινη κούκλα ή ποιο κέρινο ομοίωμα που στοιβάζεται σε μεσημεριανές εκπομπές, φυλλάδες, έντυπα γυαλιστερά και διαφημίσεις ή νυχτερινές προμενάδες με σκύλους να το συνειδητοποιήσει αυτό; η συνειδητοποίηση περνά μέσα από τον πόνο. ο πόνος αποκαλύπτει τι πραγματικά έχει αξία˙ κι εσύ μωρό μου, δεν ξέρω αν έχεις πονέσει στ’ αλήθεια. το ασανσέρ της πολυκατοικίας που μένω βρίσκεται ξανά στο ισόγειο. ίσως κανένας να μην μπήκε εκεί, από τότε που πήγα για μια βόλτα στην πόλη. γύρισα και βρήκα τις ίδιες αράχνες να περιπολούν στα τοιχώματά του, τους ίδιους ιστούς να χαϊδεύουν τα γνώριμα σημεία, τις ίδιες φράσεις γραμμένες δίπλα στα κουμπιά – δίχως σβησίματα ή νεοφερμένες προσθήκες. ίσως δεν πρέπει να μου κάνει εντύπωση: οι άνθρωποι πια δεν έχουν χρώματα κι έτσι δεν βλέπουν προς τα πού μπορούν ή δεν μπορούν να πάνε. πιάνω ξανά την συνηθισμένη μου ασχολία˙ διαβάζω ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα και σε εντοπίζω να κουτουλάς ζαλισμένη πέρα δώθε πέρα δώθε στο κουτάκι αυτών των στίχων: «Η γεωγραφία μ’ άρεζε κάποτε/ Όμως τώρα τόσο χαμένες/ Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου/ σε μια δίνη». σου ψιθυρίζω: Θάνατος αγάπη μου, είναι να πιστεύεις τα μάτια!

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Σαν όνειρα πετάνε τα λουλούδια

Κρατάει χρώματα σε σύντομα χέρια.
έχει τον ουρανό στα μάτια
κι έμβλημά της, τον Ήλιο.
ξεχνάει σχεδόν πάντα να μιλήσει
κι αγαπάει πολύ τα αινίγματα
και τα παραμύθια. πετάει με τα
δαντελένια της φτερά
και η πνοή της γεμίζει με χρυσόσκονη
την ατμόσφαιρα.
τραγουδάει τραγούδια
που κοιμίζουν όλα τα θηρία
και φέρνει στον κόσμο μια γαλήνη
σαν καλοκαιρινό πρωινό.
με την ανάσα της σκουπίζει όλη την τέφρα
και δεν ακουγονται παρά γέλια παιδιών
κάθε φορά που πλησιάζει.
η καρδιά χτυπά με το δικό της
αίμα και μυρίζει παντού ζωή, το άρωμά της.
στον ουρανό σταματά ο Χρόνος.
ο Χρόνος όλος είναι τα μάτια της
και άδεια τώρα πια, είναι η θλίψη.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Καρτ Ποστάλ

Όταν η θλίψη τού άφηνε χαραγματιές
στο σφριγηλό του πρόσωπο
- που ήταν γεμάτο από τα πρώιμα χρώματα
των ανοίξεων -
δεν μπορούσε να αντιληφθεί
πόσο αποτρόπαια θα καθρεφτιζόταν
εκείνο, στα μάτια των ανθρώπων
μετά από χρόνια.
κι αυτοί πόσο θα πάσχιζαν να αποφύγουν
τις Ερινύες που συνοδεύουν
τα σημερινά του λόγια, την εικόνα του
που σε κάποιο καιρό θα μνημονεύεται
σε συνέδρια και παρδαλές γιορτές
καθώς και τα ρινίσματα των λοβοτομημένων
επιθυμιών του. τα ρολόγια και οι καθρέφτες
ποτέ δεν ανήκαν στις συμπάθειές του
/φρόντιζε να τα καλύπτει πάντα με ήχους/
συνέχεια φρόντιζε για τα βήματα των άλλων
- για τα βλέμματα που χάνονταν στην ομίχλη
είχε έτοιμα δάκρυα απλωμένα σε χαρτιά.
όταν η θλίψη κούρνιαζε μέσα του
δεν έκλαιγε ποτέ και συνήθως
τον ήλκυαν άνθρωποι με δεισιδαιμονίες.
όμως τώρα πια, πονάνε πολύ οι πληγές
στο πρόσωπο (και όχι τόσο ο πόνος της σάρκας του, μα
εκείνος που φέρνουν οι γκριμάτσες στα πρόσωπα
των άλλων, κλάσματα δευτερολέπτων προτού
στραφούν στην αντίθετη απ' αυτόν κατεύθυνση).
εκείνα τα κλάσματα είναι τόσο βαρειά
που τον κάνουν να ψάχνει να βρει
ένα ρολόι ή έναν καθρέφτη
να τεντώσει τα μάτια του
να κροταλίσει αργά τα δόντια
και να ξορκίσει έναν ακόμα αιώνα
που δραπέτευσε από τα χέρια του
σκορπίζοντας δεξιά κι αριστερά
χαμόγελα ποτισμένα με καρφιά
- δίχως κανέναν ήχο.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Καρφίτσα στα χιόνια

Ημερεύοντας τα θηρία που που ξενυχτάνε τα βράδια στο μυαλό μου.
ξαγρυπνώντας με εφιάλτες βγαλμένους από τα βαθειά πηγάδια των ματιών.
αγκαλιασμένος με την μοναξιά, παρανοώντας μέσα στους στροβίλους
των ανθρώπινων αποχρώσεων/ χαμένος στην απουσία του λόγου.
προσβεβλημένος από την νόσο του χρόνου, που βαίνει ραγδαία
επιδεινούμενη και χαράζει τα κύτταρά μου σε κάθε ανάσα.

στρατιωτική θητεία-
υπομένοντας την επιστροφή.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Στερητικό σύνδρομο

Ήταν εδώ, μέσα στην φλέβα μου
την ένοιωθα να ουρλιάζει.
κοίταξα βαθειά μέσα στην φλέβα
και τρόμαξα αντικρύζοντας
το καθαρό πρόσωπό της.
πίεζα με τα δάχτυλα σφιχτά την φλέβα
λες κι ήθελα να σπάσω το κενό.
έβαλα τα χείλη στο πάτωμα
και φιλούσα τα παγωμένα
πλακάκια, σαν να 'ταν εκείνη.
σηκώθηκα με το χέρι πετρωμένο
και τα μάτια της καρφωμένα
πάνω μου. άνοιξα ένα μπουκάλι
κόκκινο ξηρό, σχεδόν βάναυσο
-όπως όταν στεκόμουν στον φρέσκο
τάφο της και της μιλούσα
κι άκουγα τα πετραδάκια γύρω
να σφυράνε σαν φυσαρμόνικες.
ήπια ήπια ήπια και την έβλεπα
να χορεύει στην αγκαλιά μου
σαν ξαναμμένο ηφαίστειο.
ήπια τόσο πολύ, να με σκοτώσει
όπως με σκότωσε η κομμένη φλέβα
τού είρωνα Φεβρουαρίου.
το μπουκάλι δεν άντεξε. θέλησε να
λυτρωθεί κι έγινε θρύψαλα
πάνω στα στερημένα πλακάκια.
ο κρότος με έκανε να κοιτάξω πάνω.
το δωμάτιο βυθισμένο κατά έναν όροφο
το πρόσωπο χωνεμένο στην φλέβα
και ήχος κανείς. θολό λευκό σκέπασμα/
με κατάπιε ξανά το ταβάνι που ξάπλωσα.