Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Μια μαριονέτα αφηγείται

Γεννήθηκα μαριονέτα

πεθαίνω μαριονέτα

παθαίνω κατάθλιψη όταν με γρατζουνάει το σύρμα απ’ όπου κρέμονται τα μέλη μου ή όταν ο σπάγκος τυλίγεται γύρω από το λαιμό μου. μα όταν έρχεται η ώρα της παράστασης τα ξεχνάω όλα και απλά παίζω. με τον καιρό κατάλαβα πως μια μαριονέτα την βολεύει να την κινούνε άλλοι – είναι πιο ξεκούραστα έτσι – και πάντα μετά το τέλος της παράστασης πηγαίνει για ύπνο˙ οι μαριονέτες λατρεύουν τον ύπνο. είναι ακίνδυνα τα όνειρα όταν κοιμάσαι. όμως κάπου κάπου δαγκώνει το κορμί μου ένας σκώρος από μέσα – πράγμα παράδοξο γιατί είμαι φτιαγμένη από ξύλο κέδρου -- και μοιάζει σαν να φαγώνει τα σπλάχνα μου σκαλίζοντας μια σπείρα ενώ ανεβαίνει ολοένα προς το κεφάλι μου. με τρομάζει πολύ αυτός ο σκώρος κι όλο πασχίζω να ξεχνιέμαι βάζοντας το μυαλό μου να επαναλαμβάνει βασανιστικά τις κινήσεις ή τα λόγια των παραστάσεων που πρωταγωνιστώ. είναι επίσης ξεκούραστο το να μιλάει κάποιος άλλος για σένα -- έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πολύ πολύ κι απλά επαναλαμβάνεις μέσα σου τα λόγια του -- ακόμα κι αν αυτός είναι κάποιος που δεν γνωρίζεις. ο σκώρος λοιπόν κι αυτός ο άλλος: αυτοί πρωταγωνιστούν στην δική μου παράσταση ενώ εγώ γίνομαι θέαμα στις παραστάσεις των άλλων. ένας κύκλος πάνω σε έναν κύκλο κι αυτοί πάνω σε έναν άλλο κύκλο και πάει λέγοντας.

Γεννήθηκα μαριονέτα

πεθαίνω μαριονέτα

καμμιά φορά υπάρχει στο κοινό ένας θεατής που συλλαβίζει λέξεις που δεν μοιάζουν με τις λέξεις των άλλων. μιλάει σιγά κάνοντας γκριμάτσες προσπαθεί να ακουστεί μα το βλέμμα του θάβεται κάτω από τα αχόρταγα βλέμματα των άλλων -- αχόρταγα για θέαμα για χρώμα για υποβολή. όμως εγώ βλέπω τα πάντα ασπρόμαυρα μέσα από τα μάτια που μου ζωγράφισε αυτός ο άλλος. ο σκώρος συνεχίζει να με σιγοτρώει και νοιώθω υγρασία να γεμίζει τους πόρους μου. το οξυγόνο καίει τα κύτταρά μου κι ένα άγχος κυματίζει σαν σημαία παντού γύρω μου. ρίχνω κλεφτές ματιές στον άνθρωπο αυτόν που πασχίζει κάτι να μου πει κάτι να δείξει και με κάνει να αναρωτιέμαι. σχεδόν πάντα όμως ένας φόβος τυλίγεται ξανά στο κορμί και το μυαλό μου και αποστρέφω το βλέμμα -- είναι κι ο ρόλος βλέπετε απ’ αυτόν εξαρτάται η ζωή μου. μα ποια ζωή; υπάρχει ζωή; είμαι από ξύλο κέδρου σας είπα˙ παρόλαυτα έχω έναν σκώρο που με μασουλάει λέω λόγια που δεν καταλαβαίνω και ο κόσμος μου είναι η σκηνή – πόσο θα ’θελα να καθίσω απέναντι για λίγο, να βρεθώ στην αντίθετη πλευρα. κι όμως η θέληση μου δεν φτάνει μέχρι εκεί˙ θέλω πάντα να είμαι η καλλίτερη στον ρόλο μου. αυτό κάνω -- αυτό μου έχουν μάθει κι όσοι πέρασαν από δω πριν από μένα. «το βασικό είναι να είσαι η κατάλληλη για τον ρόλο σου» έτσι με δίδαξαν. και δεν παραπονιέμαι˙ η αλήθεια είναι ότι παρόλο που θα ήθελα να βαδίσω δίχως χαλινά έξω από την μικρή σκηνή μου ή από το ξύλινο μου κουτί να αισθανθώ να με γλείφει η βροχή ή να αχνίζω κάτω από τον ήλιο να βρω ίσως κάποιες του είδους μου από άλλα μέρη και να μάθω πράγματα που ποτέ δεν είχα φανταστεί η αλήθεια είναι ότι παρολαυτά περνάω καλά. εξάλλου μετά από κάθε παράσταση αυτός ο άνθρωπος που ξεχωρίζει από τους υπολοίπους φεύγει αθόρυβα – σαν φάντασμα – και χάνεται. μερικές φορές με μια θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο καθώς προλαβαίνω φευγαλέα να διακρίνω και μοιάζουν τα μάτια του με τα δικά μου μάτια. τι τα σκέφτομαι όμως αυτά τώρα; αισθάνομαι να με τραβάνε από ψηλά -- μάλλον ήρθε η ώρα για ύπνο.

Γεννήθηκα μαριονέτα

κοιμάμαι μαριονέτα

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Νυχτερινή βόλτα

Ψύχρα και μια κατεστρ όψη περπατώντας δίπλα δίπλα
στο ακριβό σου αυτοκίνητο πετρόδρομος και μια υποψία
από γιορτή φωνές δεν ακούω φωνές φωνές φωνές
ακούω σαν φασματοφωνές καθώς οι μπότες μου παίζουν
με τα πετραδάκια έξω από την πόρτα σου
τα πετραδάκια που εσύ πατάς καθώς βγαίνεις
ιδρων νώνομαι καθώς υπόγεια σχάση γίνομαι
στην γωνιά του σπιτιού σου να χαμογελάς μέσα άραγε
να αγαπάς να φυτρώνεις χαρά στο οξυγόνο που
σε τριγυρίζει να κολυμπάς θάλασσα στα σπλάχνα του
τσιμέντου γύρω γύρω γυρνάω φως εκ σκότους
εκεί που μ' άφησες να τριγυρνάω δίχως λόγια
δίχως ένα βλέμμα να με σκάβει δίχως όρμο ώση κορμό
εκλειπαρώ όπως βρω να πετάει μια τρίχα σου στον αέρα
να 'ρθει να ξαπλώσει πάνω στα βλέφαρά μου
κι από το βάρος να λυγίσουν να κλείσουν για να σε δω
γύρω γύρω η νύχτα ήχος με σφίγγει και ξεχνάω
πως κάπου αλλού κάποιος άλλος με άλλον τρόπο
σε τυλίγει μέσα του και μάγμα λιώνει σαν παθώνεται
διαρκώ λίγο όσο οι λέξεις σου όσο εσύ λυγμο αδιαρκώ
κι όμως εκτείνεσαι στο άπειρο ενώ εγώ προσπαθώντας
να μάθω τα μαθηματικά σου γον υψωμένος
ψάχνω το ρ και το α στην αμνησία ζώντας

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ερωτικόν (β)

Είναι τα όνειρα καρφιά που ξετυλίγονται στους υδρατμούς μου καθώς καθώς τα μάτια σου γαλάζια ξεχύνονται στις φθινοπωρινές ακτές κι είναι το σχήμα με τους αριθμούς την γεωμετρία και τον υπόκωφο ήλιο που γλιστρά αργά μες στον εσώτερό σου κύκλο μαζεύοντας τα κύτταρα μεταμορφώνοντάς τα σε έρωτα απ' την αρχή στην άλλη αρχή κι από το τέλος στο άλλο τέλος όπως να ζυγίζεται πόθος και θάνατος κι είν' ο έρωτας το τερτίπι που μας άφησε η φύση για να ξαγρυπνάμε την μέρα και να ξεπροβοδίζουμε αυτό που θάρθει σαν με κοιτάς σκαλίζοντας στην μνήμη να δεις πού παραπάτησες κι εγω σαν συλλογιέμαι τα μαύρα βουνά που διέσχισα για ν' αποτεθώ στεγνός μπροστά στα πόδια σου τούτα τα μαρμάρινα πόδια με τις παλλόμενες φλέβες σχεδόν μού κανε την χάρη ο ουρανός και κομματιασμένος πάνω στ' αγκάθια και τα συρματοπλέγματα αντίκρυσα το βλέμμα σου ξεχωρίζοντας το αίμα και την ποίηση στην φωτογραφία της κοινής μας γέννας εκεί που η ωορρηξία κράτησε 25 χρόνια πριν βρέξει σταγόνες από φως να χαράξουν την σάρκα μου ακούγοντας την καρδιά σου να ριγά στο προσκέφαλό μου είναι καρφιά τα όνειρα και το ξέρουμε καλά κι οι δύο μα αν το θελήσεις θα τα καρφώσω όλα πάνω μου και θα ραντίσω μ' αλάτι τις πληγές για να αντέχω θα ζεστάνω τα παγωμένα σου χέρια με δάκρυα και φωτιά απ' τον καυτό μου άξονα τον άδειο από πλησμονή και έρωτα δίχως να μαρτυρώ τα μυστικά που σε καθορίζουν θα τα καρφώσω όλα τα καρφιά και θα κάνω λουλούδια τα όνειρα να τα μυρίζεις και ν' ανασταίνεσαι κι αφου γύρω ο κόσμος θάχει κρουνούς τα στόματα θα σμιλεύσω στην καρδιά μου το πρόσωπό σου για να συναντάς βαθειά το βλέμμα σου ενώ εγώ θα σ' αγαπάω

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

ν.

Μια γυναίκα έφυγε αφήνοντας κάτω στο πάτωμα ένα μαντήλι μια φωτογραφία κι ένα απαγχονισμένο τριαντάφυλλο κάποια κομμάτια της δίχως αμφιβολία είχαν αυτοκτονήσει αφήνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στην μέσα μεριά της πόρτας έτσι κι αλλοιώς τα πάντα ζεσταίνονται φεύγοντας


[από την συλλογή: ηχώ στο όχι]