Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

o χειμώνας των άκρων

Τα άκρα δεν ξεκουράζονται ποτέ,
τα άκρα δεν ξεπερνιούνται·

στέκονται ακίνητα,
σαν ήρωες της πιο μεγάλης ήττας·
συναρμολογούν το πρόσωπο,
τα κόκκινα μάτια,
τα άνυδρα χείλη,
τις μαύρες γραμμές των συνόρων
στο μέτωπο και τ’ αυτιά.
σφαλιστό μυστικό κρατάνε
τα μικρά παράθυρα στο μυαλό,
τις εικόνες που έχουν χαθεί.

μην πει κανείς πως μας ξάφνιασε,
μην πει κανείς πως έχουμε άγνοια,
αυτό μονάχα μας νοιάζει
και μέσα στο μυαλό κοχλάζουν έννοιες,
σκοτάδια και σημειώματα απαραίτητα.


ποιος δεν παραιτήθηκε κάποια νύχτα;
ποιος δεν έκλαψε με το πρώτο φως,
χαμηλωμένος σαν κερί
που αγναντεύει τον ορίζοντα του πατώματος;


τα άκρα δεν ξεκουράζονται ποτέ,
ούτε κουρνιάζουν σε κενοτάφια
στις παρυφές της πόλης.
δυναμώνουν τόσο τόσο
- σαν από συνήθεια -
σε αντιστοιχία της έλλειψης,
της έκλειψης των άστρων.
είναι τόσο ισχυρά
όπως το κράτημα των χεριών
και τα χρυσά φιλιά ενός ζευγαριού,
που μοιράζεται μια θέση
στο λεωφορείο.
είναι η απώλεια,
που αναβλύζει σαν από κίτρινο απόστημα
και καίει.


η γη ανάμεσα γυροφέρνει κύκλους –
όταν στα βρόχινα πλακάκια του δρόμου
αναγράφεται:


τα άκρα δεν φταίνε ποτέ·
φταίει η μέση που ποτέ δεν αγγίζουμε.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ανάβλεμμα

Μην κοιτάς
κρύβομαι στο πρώτο φως
μετά από κάτι αιώνες υπήρξα
να σου κρατώ το χέρι
να σε κοιτώ στα μάτια
σαν βρέφος αγνός

μην κοιτάς

αλυχτώ στην ανάσα
αυτού του παρατεταμένου θανάτου
και μυρίζω τα κύτταρά σου
θέλοντας απεγνωσμένα
να σου κάνω έρωτα

κοίταξε με αν θέλεις

είμαι εδώ σαν πυρήνας βαθύς
κοχλάζω λάσπη κι ιδρώτας
καθώς πλησιάζω ξανά
να μην με πάρει το πρώτο φως μακριά
μακριά σου δεν θέλω

θυμήσου το φιλί

εκείνο το αέρινο που σου 'δωσα
την νύχτα που δεν είχε φεγγάρι      

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

αμφιβολία

Σαν σε κοιτώ
στα μάτια σου βλασταίνει
σαν κρόκος ανοιξιάτικος
η αμφιβολία

και βλαστημώ τον χρόνο που φεύγει
μακριά σου
ακόμη κι αν
δεν είχε έρθει ποτέ

αυτογνωσία

Ήξερε την στιγμή που η κτίση θαρχόταν
ανάκατη με φωτιά και βιολί
να κοιτάξει κατάματα τα έργα και τις ημέρες

ήξερε ποιος ήταν ο σκοπός
ήξερε τον λόγο που δεν τα κατάφερνε πάντα
και κείτονταν σιωπηλός

τις μεγάλες πτώσεις τις φέρνουν
τα μεγάλα ύψη
ξανά και ξανά

χαμένα παιδιά

Χαμένα παιδιά
σαν χαμένα πουλιά
πουλιά σαν κλαριά
στον άνεμο περιχυμένα

χαμένα στην έλξη
σαν ωκεανός στην ρίγη
σαν μια θλίψη
σαν ανάκατη με φως

υπήρξαν ξανά
σε μιαν έξαψη ξανθειά
αλλοτινή ως κυτίο
μαθαίνοντας να ξεφεύγουν
την υποταγή

η ώρα φτασμένη
από καιρό
για να διαλέξουν
ύψος από βάθος

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

διάνυσμα

Η απόσταση γίνεται σιωπή καθώς εσύ απουσία
κρεμιέμαι σχοινί ανάμεσα σε δυο παράθυρα αντικρυστά
που 'ναι σαν βλέμματα ξένα
δεν ξέρω πώς να διανύσω την απόσταση
από το ύψος στην επιφάνεια της γης
και γίνομαι τραχύς σαν κηλίδα μακριά σου
πώς να διανύσω την απόσταση
από την προσμονή του ταξιδιού ως το χαμένο δρομολόγιο
περπατώ μονάχα δίχως προορισμό
και θυμάμαι το ταξίδι μου είσ' εσύ
η απόσταση γίνεται βροχή και νομίζω εσύ νύχτα
όπως οι ώρες σταλάζουν σαν δάκρυα απ' τις σκεπές
κάθυγρος διαμοιράζω στους μακρινούς
το σώμα και το αίμα μου
ταλάντωμα στο διηνεκές του ανέμου
που γλυστρά και γλυστρά στο τελευταίο άγγιγμά σου
όσο κι αν ο ήχος γίνεται υποψία σωτηρίας
όσο κι αν η μνήμη αρκείται σαν βράχος
όσο κι αν
σε κάθε αρχή και σε κάθε τέλος μιας μέρας
γνωρίζω σαν παιδί που μαθαίνει να περπατάει
η απόσταση είσ' εσύ
και πώς να σε διανύσω

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

σφραγίδα

Σφραγίδα κάρφωσες το χαμόγελό σου
στην Βραχνή μου Πύλη προτού ενδώσεις την σιωπή
και φύτρωσαν λουλούδια στάχτες στο πρόσωπό μου
η Νύχτα ισοφάρισε ξεχνώντας να με περιλάβει
στα κατάστιχά της και γυρνούσα από δω κι από κει
υπεραιωνόβιος με τρύπια ρούχα και κρύο στο δέρμα
στην άφεγγη μεριά της πόλης - η συντριβή
σφραγίδα κάρφωσες την μαλακή σου κοιλιά την πλάτη
το ζαλισμένο στήθος και τα πόδια της υποταγής μου
και δίψασα δίψασα πολύ τον βαρύ αχό της φωνής σου
η Μέρα με έκρυβε έκτοτε στα ερειπωμένα της σπίτια
καθώς έτριβα τις σπασμένες γρίλιες για να ζεσταθώ
και ηλεκτρόνια έσφιγγαν μανιασμένα τα άκρα μου
στις αράδες απ'τα τούβλα και τις υλακές - η αποχώρηση
είπα να πιω την σκόνη που έσταζε απ' το ταβάνι
μα λύγισα κι αγκάλιασα τα ραγισμένα ξύλα του πατώματος
εικοσιτέσσερις ώρες και πάλι η φλόγα απροσπέλαστη
στην μυρωδιά σου ανεμίζει όπως αλλού σε χώρα σφαλιστή
κλειδαμπαρωμένη στο ανείπωτο μυαλό σου
-οικόσιτος σαν κατσαρίδα περιπλανιέμαι εκατέρωθέν σου-

διάβασα τις προάλλες να γράφει ο αμετανόητα Χαμένος
σε μιαν έξαψη πάθους και σύνθλιψης μαρτυρώντας πως
ο πόνος είναι ένα συνεχές που δεν συστέλλεται τελικά:
απόσπασμα από το "Ημερολόγιον Ερώτων" του εσχάτως
λησμονημένου Ρόβηρου Μακρή

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

σχι/σμή

χεί/λη
μα/ζί
κομ/μένα
δρό/μος
βλέμ/μα
κε/νό
μνή/μη
αρ/μός
η
τροχο/πέδη
μα/ζί
κομ/μένα
ό/λα
η
βρο/χή
ψιθυ/ρίζει
τ'όνο/μά
σ/ο/υ
κι
αναρω/τιέμαι
πώ/ς
να
συνα/ρτήσω
τη/ν
σχι/σμή

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

τροχαίο

Οι λέξεις είναι τύμβοι
και μέσα τους πετάω
σκουπίδια και φλέματα
δικά σου
ηχώ που σκοτεινών μικρών
τα μάτια τους φράζει
και στο αντίο
να χτίζονται αυτοκρατορίες
οι λέξεις είναι ψέμματα
όταν τις ξερνά
το στόμα το δικό σου
ένα σχοινί ολάκερος κόσμος
φώτα γιορτές χνώτα
πάνω φυτρωμένα
κομμάτια του κορμιού μου
ανά χιλιοστό
- για να δεις πως αξίζω κι εγώ
μιαν αυτοκτονία -
ψωνίζοντας μαγαζάκια
με κεριά καθρεφτάκια
και αρκουδάκια των υπογείων
ναι
σε κείνο το πάρτυ στο υπόγειο
ήτανε
χόρεψα για πρώτη φορά
ο ντιτζέι στα τώρα νεκρός
κι εσύ τοτε κάπου θα υπήρχες
μακριά
όπως η μνήμη μου πια
τυλιγμένη στο μνήμα το ακριανό
κάπου στην Αγία Παρασκευή
οι λέξεις είναι τρόμος
εγώ ανασαίνω στον μεγάλο μας Πόνο
ως πότε; τότε θα εικάζουν
πως τα ίχνη μου τα κράτησαν σφιχτά
στο κάποτε μαξιλάρι
εύνοια των πουλημένων
στο χαλασμένο κοντέρ
έχουμε ξαναχτυπήσει
μπήκαμε πια στο τελευταίο
χιλιόμετρο

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

θυμιατήρι

Στην σκήτη μας την ιερή θυμάμαι
σε κείνη την γωνιά σε κρατούσα
με το ριγωτό κιλίμι
που όλο βαλνόμουνα να γράφω
λέξεις λέξεις λέξεις
προτού να σε γνωρίσω
σε κοίταζα στα μάτια
κι άχνιζες από παντού
σαν ξημέρωμα διαπεπραγμένο
τα τσιγάρα δεν τ' άγγιζα
εσένα μόνο
και βολόδερναν πέρα ως πέρα
στο ξεχασμένο μου κορμί
αναθυμιάσεις από μυρωδιές κανέλλας
κι απογέματα φθινοπώρου
εσύ διάβαζες συνεχώς
τις σκόρπιες λέξεις που έστεκαν
πάνω σε σπασμένα χαρτιά
όσο εγώ σου έγλειφα αργά το χέρι
κι έπαιρνα την ανάβαση για πιο ψηλά
ψιθυρίζοντας με την γλώσσα
μωρό μου
σπασμένα χαρτιά πάψε να διαβάζεις
κι έλα να διαβάσουμε φιλιά

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Άτιτλο

Πάλι έλα φωτεινή απόμακρη
κι ωραία ν' ανασκευάσεις ακόμα
μια φορά πάνω στο μνήμα μου
το μνήμα σου έλξη κι αντοχή
ένα κάποιο μέλλον ενεχειριάζοντας
αλλοίμονο σε ποιον δίχως να ξέρω
παρά την γλώσσα της σήψης
το πλατάγισμα του κενού
την υποδιαίρεση μια στιγμή στο άγγιγμα
βλέμμα της Αβύσσου

το ότι υπάρχεις με κάνει - μόνο

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Είμαι χαμένος σαν ποιήμα, μέσα στο συρτάρι του παλιού σου γραφείου.

ξημέρωμα αποστόλου

Σάλια
δάκρυα
μια καλύπτρα
γυμνή
στην προτελευταία
απόστροφο
κυλίστηκα
στην εγκοπή
της λέξης
κι ήταν ο πόνος
απέραντα
κοίταζα
το κενό
σαν θάλασσα
σαν ζορισμένο φιλί
σαν κοίταγμα
προτού η πόρτα
κλείσει
ένα μαξιλάρι
να ξαποστάσει
μυαλό σακατεμένο
προορισμένο
την Άβυσσο
και τα αγγίγματα
ανοίκεια
όπως σκορπιούνται
αφημένη η ψυχή
στο περασμένο δωμάτιο
και πια στον δρόμο
άνεμος κατρακυλώντας
ο "κάλυκας"
έρωτας ίδιος φαντάζει
να σφραγίζει
την μια
και μόνη μοίρα
που κρατώ σφιχτά
στο αδειανό χέρι
φευγιό

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

ενAsfxII

Αποχωρίζοντας
την επινόηση
μιας φαγωμένης μέρας
από τον αυτονόητο
πήδακα στην συντριβή

λόγια καθώς
φιλιά καθώς
ξανάσανα

διατυπωμένος αλλοιώς
σε μια ύφανση στυφή
χαζεύοντας τα μάτια σου

και πιάνοντας χέρια
που δεν ήταν δικά μου
μόνο και μόνο
για ν' αγγίξω κάτι
επιτέλους

απώθησα
συντετριμμένος
σε μια γωνιά
της μακρινής σου χώρας
ανασαίνοντας αργά
μονάχα
χάνοντας το καθετί
από το τίποτε
που 'χε κολλήσει
στο δέρμα

ερειπωμένος εκ νέου
σε μιαν άλλη εκδοχή
μέσα στον τοίχο βλέποντας
έξω από το βλέμμα
την νέα εικόνα
της παραφροσύνης
ταυτόχρονα
σκαλίζοντας
έν' άλλο χώμα
ξενικό

υποταγή στο χρώμα
που βάφει ξανά
ό,τι ξέβαψες εσύ
και ήχοι σπαρμένοι
στην πλημμυρίδα
της σιωπής
υποταγή λοιπόν
και αφωνία

ο δρόμος να κυλά αδιάκοπα
κάτω από τις ρόδες
κι εγώ να τέμνομαι
λεπρός διασχίζοντας
σε ασφυξία

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Δεν θέλω

Δεν θέλω τα δάκρυα απ' το βρεγμένο τσιμέντο
που μέσα του σαπίζει η καρδιά σου
δεν έχω ανάγκη τα χαμόγελα με τα ψεύτικα δόντια
δεν τριγυρνάω στους δρόμους των αποστεωμένων
δεν παίζω σε τυχερά παιχνίδια την αγκαλιά σου
όπως εσύ

δεν κοιμάμαι σε κρεβάτια με στρώματα σπασμένα
δεν φιλαω χείλη που φτύνουν χρώματα ψεύτικα
δεν κρατάω χέρια όταν απλά κάποιοι άλλοι έχουν απεργία
δεν στριμώχνω στις ρωγμές από το κορμί σου
ψεύτικον ιδρώτα
δεν συμψηφίζω ανοίες ούτε καρατομώ ψυχές
στο πρώτο παραστράτημα

δεν σκοτώνω ευχές όταν τα λόγια γονατίζουν
απ' το βάρος του θανάτου
ούτε υπόσχομαι πως θάμαι ζωντανός κάθε στιγμή
δεν θρυμματίζω καρδιές επειδή με περιμένει στην γωνία
κάποιο καινούριο θύμα
δεν ξεχνώ την στιγμή που η καρδιά μου χτύπησε
στον ίδιο ρυθμό με την δική σου
και πάντα ψηλαφώ τις ανάσες σου όσο κουρασμένος
κι αν είμαι

δεν θέλω να με κοιτάς μ' αυτό το βλέμμα
δεν θέλω να μ' ακούς να μου μιλάς
εκτός κι αν τ' άσχημά μου είναι για σένα Ομορφιά
όπως στα μάτια μου ηχεί το δικό σου καθρέπτισμα

ναι την Ομορφιά διψώ απ' την στιγμή που
πρωτανάσανα και για μια σταγόνα βροχής
πίστεψα στην Δική σου
δεν αναζητώ προφάσεις όπως εσύ για να την κάνω
μα ευκαιρίες να χαρίσω την συγχώρεσή μου
κι ας πνίγομαι σε κάθε λιμάνι

έτσι κι αλλοιώς είμαι φτιαγμένος από νερό

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

σχήμα

Διεσταλμένες κόρες κοιτώ στα δάχτυλα
την Άβυσσό σου γιατί μετρά η σιωπή
τους κόμπους της υπομονής μου
ο Κόσμος σπίρτο π' ανάβει και σβήνει
σαν βλέμμα αναψοκόκκινο στις πλαγιές
των μηρών σου μα δεν βολεύτηκα ποτέ στις λέξεις
πόσο μάλλον σε μισθούς και σ' αγκαλιάσματα
κι όσο πιο νύχτα φυτρώνει στα μάτια
το σχήμα κυματίζει γλαφυρό σαν αντίο
η γη ετούτη είν' ευτελής κι εγώ
πολύ ερωτευμένος για να υποκύψω