Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

διάνυσμα

Η απόσταση γίνεται σιωπή καθώς εσύ απουσία
κρεμιέμαι σχοινί ανάμεσα σε δυο παράθυρα αντικρυστά
που 'ναι σαν βλέμματα ξένα
δεν ξέρω πώς να διανύσω την απόσταση
από το ύψος στην επιφάνεια της γης
και γίνομαι τραχύς σαν κηλίδα μακριά σου
πώς να διανύσω την απόσταση
από την προσμονή του ταξιδιού ως το χαμένο δρομολόγιο
περπατώ μονάχα δίχως προορισμό
και θυμάμαι το ταξίδι μου είσ' εσύ
η απόσταση γίνεται βροχή και νομίζω εσύ νύχτα
όπως οι ώρες σταλάζουν σαν δάκρυα απ' τις σκεπές
κάθυγρος διαμοιράζω στους μακρινούς
το σώμα και το αίμα μου
ταλάντωμα στο διηνεκές του ανέμου
που γλυστρά και γλυστρά στο τελευταίο άγγιγμά σου
όσο κι αν ο ήχος γίνεται υποψία σωτηρίας
όσο κι αν η μνήμη αρκείται σαν βράχος
όσο κι αν
σε κάθε αρχή και σε κάθε τέλος μιας μέρας
γνωρίζω σαν παιδί που μαθαίνει να περπατάει
η απόσταση είσ' εσύ
και πώς να σε διανύσω

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

σφραγίδα

Σφραγίδα κάρφωσες το χαμόγελό σου
στην Βραχνή μου Πύλη προτού ενδώσεις την σιωπή
και φύτρωσαν λουλούδια στάχτες στο πρόσωπό μου
η Νύχτα ισοφάρισε ξεχνώντας να με περιλάβει
στα κατάστιχά της και γυρνούσα από δω κι από κει
υπεραιωνόβιος με τρύπια ρούχα και κρύο στο δέρμα
στην άφεγγη μεριά της πόλης - η συντριβή
σφραγίδα κάρφωσες την μαλακή σου κοιλιά την πλάτη
το ζαλισμένο στήθος και τα πόδια της υποταγής μου
και δίψασα δίψασα πολύ τον βαρύ αχό της φωνής σου
η Μέρα με έκρυβε έκτοτε στα ερειπωμένα της σπίτια
καθώς έτριβα τις σπασμένες γρίλιες για να ζεσταθώ
και ηλεκτρόνια έσφιγγαν μανιασμένα τα άκρα μου
στις αράδες απ'τα τούβλα και τις υλακές - η αποχώρηση
είπα να πιω την σκόνη που έσταζε απ' το ταβάνι
μα λύγισα κι αγκάλιασα τα ραγισμένα ξύλα του πατώματος
εικοσιτέσσερις ώρες και πάλι η φλόγα απροσπέλαστη
στην μυρωδιά σου ανεμίζει όπως αλλού σε χώρα σφαλιστή
κλειδαμπαρωμένη στο ανείπωτο μυαλό σου
-οικόσιτος σαν κατσαρίδα περιπλανιέμαι εκατέρωθέν σου-

διάβασα τις προάλλες να γράφει ο αμετανόητα Χαμένος
σε μιαν έξαψη πάθους και σύνθλιψης μαρτυρώντας πως
ο πόνος είναι ένα συνεχές που δεν συστέλλεται τελικά:
απόσπασμα από το "Ημερολόγιον Ερώτων" του εσχάτως
λησμονημένου Ρόβηρου Μακρή

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

σχι/σμή

χεί/λη
μα/ζί
κομ/μένα
δρό/μος
βλέμ/μα
κε/νό
μνή/μη
αρ/μός
η
τροχο/πέδη
μα/ζί
κομ/μένα
ό/λα
η
βρο/χή
ψιθυ/ρίζει
τ'όνο/μά
σ/ο/υ
κι
αναρω/τιέμαι
πώ/ς
να
συνα/ρτήσω
τη/ν
σχι/σμή

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

τροχαίο

Οι λέξεις είναι τύμβοι
και μέσα τους πετάω
σκουπίδια και φλέματα
δικά σου
ηχώ που σκοτεινών μικρών
τα μάτια τους φράζει
και στο αντίο
να χτίζονται αυτοκρατορίες
οι λέξεις είναι ψέμματα
όταν τις ξερνά
το στόμα το δικό σου
ένα σχοινί ολάκερος κόσμος
φώτα γιορτές χνώτα
πάνω φυτρωμένα
κομμάτια του κορμιού μου
ανά χιλιοστό
- για να δεις πως αξίζω κι εγώ
μιαν αυτοκτονία -
ψωνίζοντας μαγαζάκια
με κεριά καθρεφτάκια
και αρκουδάκια των υπογείων
ναι
σε κείνο το πάρτυ στο υπόγειο
ήτανε
χόρεψα για πρώτη φορά
ο ντιτζέι στα τώρα νεκρός
κι εσύ τοτε κάπου θα υπήρχες
μακριά
όπως η μνήμη μου πια
τυλιγμένη στο μνήμα το ακριανό
κάπου στην Αγία Παρασκευή
οι λέξεις είναι τρόμος
εγώ ανασαίνω στον μεγάλο μας Πόνο
ως πότε; τότε θα εικάζουν
πως τα ίχνη μου τα κράτησαν σφιχτά
στο κάποτε μαξιλάρι
εύνοια των πουλημένων
στο χαλασμένο κοντέρ
έχουμε ξαναχτυπήσει
μπήκαμε πια στο τελευταίο
χιλιόμετρο

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

θυμιατήρι

Στην σκήτη μας την ιερή θυμάμαι
σε κείνη την γωνιά σε κρατούσα
με το ριγωτό κιλίμι
που όλο βαλνόμουνα να γράφω
λέξεις λέξεις λέξεις
προτού να σε γνωρίσω
σε κοίταζα στα μάτια
κι άχνιζες από παντού
σαν ξημέρωμα διαπεπραγμένο
τα τσιγάρα δεν τ' άγγιζα
εσένα μόνο
και βολόδερναν πέρα ως πέρα
στο ξεχασμένο μου κορμί
αναθυμιάσεις από μυρωδιές κανέλλας
κι απογέματα φθινοπώρου
εσύ διάβαζες συνεχώς
τις σκόρπιες λέξεις που έστεκαν
πάνω σε σπασμένα χαρτιά
όσο εγώ σου έγλειφα αργά το χέρι
κι έπαιρνα την ανάβαση για πιο ψηλά
ψιθυρίζοντας με την γλώσσα
μωρό μου
σπασμένα χαρτιά πάψε να διαβάζεις
κι έλα να διαβάσουμε φιλιά