Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

μικρά μεγάλα 10

Μαθαίνω να μιλώ πάλι απ' την αρχή. σταματάς να με διακόπτεις και μετά κόβεις τα χέρια μου ξανά. έχω ξεχάσει να είμαι αυτός που ήμουν. το κρύο με γυρίζει πίσω, στον καιρό που φυλούσα - ένας θεός ξέρει τι - πάνω σε κάποιο μακρινό βουνό. εκεί όπου μπορούσα να βρω ένα πραγματικό όπλο για να στοχεύσω τον αέρα. το οξυγόνο στραγγίζει κάθε φορά που κοιτάζω το λασπωμένο χώμα. είναι το χώμα που μου θυμίζει πόσο μου άρεσε να παίζω μικρός με τις πέτρες - εκείνες τις πέτρες που μου μιλούσαν - και να τις στοιβάζω μία - μία δίπλα στον τοίχο, κάτω από τις σκάλες ή στην πίσω αυλή, που κάποτε είχα πέσει απ' το μονόζυγο και μου είχε κοπεί η ανάσα. θα μπορούσα να μην ξανανασάνω: υπογραμμίζω κι αυτή την αρκετά ισχυρή πιθανότητα. τώρα που ξανάρχονται οι φράσεις και οι συνάψεις του εγκεφάλου διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα, νομίζω πως μπορώ να βάλω τις αναμνήσεις σε σειρά. εσύ πια δεν με διακόπτεις, ούτε μου βάζεις τις φωνές για το πόσο αφελής μπορώ να γίνω. μεγάλωσα και είμαι πιο κουρασμένος. άλλες φορές λυπάμαι που δεν μπορώ να κλάψω, γιατί δεν μπορώ να ακούσω τις πέτρες να μου μιλάνε όπως τότε. ούτε όπλο κρατάω πια, για να παίζω με τον ουρανό κι εκείνος, όταν θυμώνει, να ρίχνει πάνω μου πικρό νερό. κραδαίνω τις όμορφές μου λέξεις, μα δεν μπορώ να κάνω τα μαγικά που έκανα τότε. εσύ, είσαι τώρα πια μια σκιά και σκέφτομαι, πως είναι η σειρά μου να με στοιβάξουν οι πέτρες δίπλα στον τοίχο, κάτω από τις σκάλες ή στην πίσω αυλή, που κάποτε είχα πέσει απ' το μονόζυγο και μου είχε κοπεί η ανάσα.

άτιτλο

Χαρισμένα μάτια 
να βλέπω τα ύψη και τα βάθη 
κάθε ανάσας
όλες τις μέρες κι όλες τις νύχτες
στο πλάτος σου ενοικώ
εναργής και φλογερός
αποκαθαίρομαι

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

τρεις ώρες

Μέρες 
τρεις ώρες
χαλασμένα χωμάτινα 
δευτερόλεπτα

δεν ήταν 
η σκισμένη πολυθρόνα
που καθόταν παιδί
ούτε ο βρόχινος
ορυμαγδός των ματιών
μια φοβέρα ήταν
μια φοβέρα πως
η μέρα θα κυλίσει σαν νύχτα
κι η νύχτα σαν μέρα
δίχως το σκίρτημα
της εναλλαγής
χωρίς το βλέμμα
να τρέχει
στο νοτισμένο τοπίο

θάταν πυρηνική χαρά
να έβλεπε
πίσω από τους μεγάλους
τσιμεντένιους τύμβους
την ανάσα της πόλης
και θάταν θάρρος
να ξεφυσήξει τ' αδιέξοδο
της πολιτείας του
σαν φλέμα

η ασυνέχεια του υφάσματος
ή εκείνη η αίσθηση του υγρού βολβού
έχουν την δύναμη
να πετάξουν από την τραμπάλα
εκείνο το παιδί
που μαθαίνει σαν μεγαλώνει 
τον κόσμο ν' απομακρύνεται
να λυσσά μακριά του
λες και μοιάζει μπαλωμένο
μια ζωή 
με κομμάτια κόκκινου υφάσματος
ραμμένα παντού
σαν αρρώστια

η πολιτεία ξεθωριάζει
μ' ένα πρωτόκολλο ανασκαφής
σαν συλημένος τάφος
με τον νεκρό διασκορπισμένο
και τ' αντικείμενα που τον τιμούσαν
να έχουν μεταστοιχειωθεί 
σε μιαν έγκυο τσέπη παντελονιού
ανήμερα του ανθρώπου
μυρίζει χρώμα άνθρακα
σήμερα αύριο χτες

μέρες 
τρεις ώρες
χαλασμένα χωμάτινα 
δευτερόλεπτα

και μια κούκλα ουρανίου
που ψάχνει απεγνωσμένα
να χωθεί 
στην ραγισματιά του υφάσματος

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

θαυμαστός μετεωρίτης

Είσαι το κορίτσι 
για το οποίο γράφτηκαν όλα τα ποιήματα

μια ρωγμή στον αιώνα
μια κόκκινη οπή
στο συμπαντικό αχανές
κομίζεις το πορτοκάλι
την μυρωδιά την καλοκαιρινή
τις νότες που χαράζουν
βαθειά την συνείδηση
και μιαν ομορφιά
βγαλμένη απ' την ανάσα του χειμώνα

επεκτείνεσαι σαν σκαλοπάτι
στο κείμενο βελούδο
στον βυθό του ωκεανού
στο νεογέννητο άστρο
στα μάτια που χαμογελούν
όταν αστράφτει η σφαίρα

μόλις τεντώθηκε το σώμα
τούτη η στοιβαγμένη ελπίδα
να κολυμπήσει στα γυάλινα τραγούδια
η νύχτα πλημμύρισε
σπάζοντας τα καλούπια
και με μια λάμψη καθαρή κι οξεία
μου θύμισες πως υπάρχεις

εσύ
το κορίτσι 
για το οποίο γράφτηκαν όλα τα ποιήματα

το κορίτσι
που συνάντησα ένα βράδυ
σε ένα πέτρινο κουτί
με την επιγραφή παλιά φωτογραφία
και το συνόδευε
ένα σμήνος φλεγόμενων καρδιών

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

μικρά μεγάλα 9

Το τέλος πάντα επέρχεται προτού προλάβεις να εκπληρώσεις κάθε μικρή ή μεγάλη πτυχή ενός οράματος. τα λόγια δεν κρύβουν πάντα την αλήθεια, ούτε άλλωστε κι οι πράξεις. το κενό αιωρείται πάνω από τα κεφάλια αδυσώπητο, σαν το χαλάζι του καλοκαιριού. κι όσο πασχίζεις, τόσο πιο σθεναρά εφορμούν κατά πάνω σου τα εμπόδια. το πρόσωπο που είναι αληθινό - με έναν τρόπο περίεργο - το αποστρέφονται σαν θανατικό οι άνθρωποι...

μικρά μεγάλα 8

Μια λέξη που ξεχνά. μια σιωπή. μια σκιά βλεφάρου κρεμασμένη στην ειρκτή. υπάρχουν φορές που συνηθίζεις. κι άλλες πάλι που δεν τολμάς καν να το σκεφτείς. μοιράζεσαι συνήθως αυτά που είναι δικά σου. άλλες φορές όλα όσα δανεικά απέμειναν στο άδειο σου σαρκίο. κι υπάρχουν οι φορές που ξαπλώνεις στο απλωμένο σκοτάδι σαν απόντας. να αναμετρηθείς πασχίζεις με το φως. η απουσία είναι το ίδιο ολισθηρή στο ορατό φάσμα.

μικρά μεγάλα 7

Χρώματα, κύκλοι και ονόματα. ό,τι υπάρχει δεν υπάρχει κι ό,τι μας διαφεύγει ανασαίνει, υπομένοντας την αφύπνιση του νερού. η συνήθεια και η ώση και η έλξη, φωνήεντα και σύμφωνα μιας και μόνης δύναμης που ορίζει τον Κόσμο των Ονείρων. αν στέκεσαι απέναντί μου, μπορώ να είμαι σίγουρος ότι τα μάτια σου είναι καθρέφτης του Αληθινού; υπάρχει ψυχή πριν το τέρμα;

μικρά μεγάλα 6

Κι ο Κόσμος συνεχίζει να προχωράει. μια χαμογελαστή εξαπάτηση που σέρνει τα βήματά της πάνω σε άυπνα βλέφαρα. κάπου τα χρώματα μπερδεύονται με το ξερό κενό και συνηθίζεται η ενατένιση ενός μονοπατιού υδάτινου, ίσα - ίσα στην χαραμάδα ενός κλεισίματος ματιού. υπό κανονικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, θα σου έστελνα μια καλημέρα αγκαζέ με ένα χαμόγελο· αλλά τα δάχτυλά μου χάλασαν και δεν μπορώ να σ´ ονειρευτώ άλλο πια.

μικρά μεγάλα 5

Κουβαλάς μερικά χέρια στην στάχτη, ν´ ανασυνθέσεις το παρελθόν. μα βρισκεσαι μπροστά, μονάχα, σε μια στοίβα αντινομιών, περασμένων μέσα στο τσιγκέλι ενός αιμάτινου καπνού. ξεχνάς και μπαλώνεις με γύρη τις τρύπες στα κάγκελα που φορούν τα κύτταρά σου. όλο κι όλο σκαλίζεις μια σκιά - με γιακά να κυλά άγαρμπα στον άνεμο - που όλο πασχίζει να διασχίσει το πορσελάνινο πλάτωμα της ύπαρξης. κομμάτια από άδειους πλανήτες στα πόδια της κι εσύ, με ξένα δάχτυλα, ακόμα εκεί, ανήμπορος να κινήσεις την ακινησία.

μικρά μεγάλα 4

Ο πόνος που πάντα έρχεται στο λυκόφως. μάτια γυάλινα που αντανακλούν την διαφυγή των σκιών. σεντόνι στιβαρό με χαραγμένες σαν αγάλματος κοίτες. μέτωπο ζαφειρένιο, υγρά δάχτυλα...

μικρά μεγάλα 3

Όταν τα όρια του τέλους ξεπερνιούνται... κι όταν ο κόσμος χάνει τα οξεία σχήματά του. ξάφνου, εκεί, κανείς δεν υπάρχει τριγύρω για ν´ ατενίσει μαζί σου το χάος.

άτιτλο

Μέσ´ απ´ τα όνειρα έρχεσαι
και τ´ οξυγόνο μου σφαδάζει
ασύμμετρο δονείται στον βυθό
πυρηνικό καρφί που με τρυπά
το φάσμα σου προσχώρησε
στην κοίτη των κυττάρων
η πλησμονή που πάει και πάει

μικρά μεγάλα 2

Όταν οι σκιές αναλαμβάνουν τις τύχες των σχημάτων, τότε οι ήχοι που σηματοδοτούσαν τις εκφάνσεις των ωρών που πέρασαν μεταστοιχειώνονται. καθετί φλέγεται σε μιαν αόρατη φωτιά και οι σκέψεις του μυχού θεριεύουν και πληρώνονται από ζωή. τότε - στην επικράτεια των σκιών - υπάρχουν τα όντα που συμπληρώνουν δευτερόλεπτα σε μιαν ατέρμονη προαιώνια διαμάχη. όντα αόρατα στα πολλά μάτια, που ψιθυρίζουν λέξεις σε μιαν άγνωστη γλώσσα πίσω από τους πιο μοναχικούς τοίχους. ο χρόνος γίνεται μια μέγγενη που συνθλίβει τα ενορατικά τους τοπία. όμως ο αγώνας της αγωνίας τους πρέπει να συνεχιστεί. δεν είναι σίγουρα αν επέλεξαν τα ίδια αυτή την θέση στο Υπερδιάστημα της Φθοράς, ωστόσο η προοπτική τους ειναι μία και μοναδική: βάδισμα στο έμπροσθεν αβάπτιστο, στο άφωτο διηνεκές που δημιουργείται μέσα από μια πληθώρα διακλαδώσεων που δημιουργούν και απορρίπτουν ένα αχανές κύκλωμα πιθανοτήτων. η Νύχτα ειναι πάντοτε βαρειά, ομώς οι τοίχοι που τους περικλείουν δεν έχουν πάντοτε το κατάλληλο πάχος - αν κάποιος είναι αρκετά προσεκτικός ίσως καταφέρει να μυρίσει τους ψιθύρους τους στον αέρα. η πόλη δεν ειρηνεύει ποτέ· γι' αυτό να είστε σίγουροι...

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

μικρά μεγάλα 1

Την καρδιά μου ζήτησα να μου φυλάς, να μην σπάσει. Μέσα στην μανιασμένη λύσσα και το ανακάτεμα των καιρών, κάτω απ´ το δέρμα της φρικιασμένης θάλασσας του κόσμου, φυτρωμένες οι ψυχές μας στην σιωπή σαν χορτάρι υγρό, μεγαλωμένο στην βροχή. Είναι νοτισμένες οι καρδιές σε τούτη τη γη, να το θυμάσαι· να μην σπάσει η καρδιά, δεν της πρέπει. Ούτε η δική μου, ούτε η δική σου. Γιαυτό στην έδωσα στα χέρια, δικιά σου, να την κρατάς. Στα δικά σου χέρια είναι πιο ασφαλής...